Τα γραμματάκια μεγαλώνουν με ctrl= για τους Pcάδες, και με cmd= για τους Macάδες!
Ευχαριστώ!

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Χριστούγεννα

Αχ Σίτσα μου, ήρθαν τα Χριστούγεννα βρε φιλενάδα κι εγω η έρμη δεν έχω προλάβει ούτε τα γλυκά να ψήσω, τι κουραμπιέδες, τι μελομακάρονα, ξέχνα τα αυτά που ήξερες κούκλα μου, θα πάω μου φαίνεται στο φούρνο να πάρω έτοιμα φέτος... σάμπως και περιμένω κανέναν να έρθει; Από τότε που μου άφησε χρόνους ο Αριστείδης όλοι εξαφανιζόλ βάρεσαν βρε Σίτσα μου, μονάχη μου κάθομαι δίπλα στο παράθυρο και κοιτάζω τους περαστικούς... κι άμα χιονίσει κάθομαι και χαζεύω τις νιφάδες, μ αρέσουν βρε Σίτσα μου να τις βλέπω να στροβιλίζονται σα να χορεύουν. Βάνω και μουσικές με το μυαλό μου, εκείνα τα κλασικά που άρεσαν στο συγχωρεμένο και τις βλέπω να χορεύουν με το ρυθμό...

Τι δεν πρόλαβα θα μου πεις, γιατί. Τι να πρωτοκάνω κι εγώ, τι να πρωτοκάνω, από τότε που χώρισε η προκομμένη η κόρη μου και μου κουβαλήθηκε εδώ με τα κουτσούβελα τρέχω σαν τρελή απ το πρωί μέχρι το βράδυ να τα βγάλω πέρα. Μαγείρεψε, καθάρισε, τρέχα να ψωνίσεις, η μαντάμ δε σηκώνεται απ τον καναπέ - έχει τα ψυχολογικά της λέει. Όλη μέρα καφέ και τσιγάρο, με το ζόρι να τα διαβάσει τα παιδιά και το βράδυ μόλις κοιμηθούν το σκάει να πάει στο γκόμενο. Ναι, έχει βρε μάτια μου, δεν μου το χει πει αλλά με έχεις για ηλίθια; Που πάει κάθε βράδυ για μετάνοιες; Σιγά, εδώ στο γάμο της με το ζόρι τη βάλαμε στην εκκλησία που μαύρη ώρα που τον επήρε τον αχαϊρευτο, αχ και τα λεγα εγώ αλλά ο συγχωρεμένος μου λεγε «μην ανακατεύεσαι εσύ, άσε τα παιδιά να βρουν το δρόμο τους». Ναι, ναι, τον βρήκανε και τα τραβάω εγώ, εγώ που με μια ψωροσύνταξη ταϊζω 4 στόματα πια. Ήρθε και το χαράτσι με τη ΔΕΗ που να τους κόψει ο Θεός τα ποδάρια, ούτε θερμοσίφωνα δεν ανάβω όταν είμαι μόνη στο σπίτι, οικονομία Σίτσα μου, κι από θέρμανση να είναι καλά η κουβέρτα να κρατάει τα πόδια μου ζεστά... Φύγανε χτες προπαραμονή, τα παιδιά στον πατέρα τους (κακό χρόνο να χει) κι εκείνη θα πάει λέει σε βουνό, με το γκόμενο βρε, θα πάνε λέει για σκι σε ένα καταφύγιο κάπου στα Καλάβρυτα νομίζω. Να σου πω από το να βλέπω την αφεντομουτσουνάρα της να φουμάρει, κάλλιο μόνη παρέα με την κουβέρτα.

Ο μικρός, ε τι τα θες, μικρός είναι, πήγε με αυτόν τον φίλο του, ξέρεις που είναι όλο μαζί, αυτόν που μένουν μαζί - καλό παιδί αυτός, μορφωμένος, όμορφος, ευγενικός, έναν τέτοιο να βρισκε η κακορίζικη η κόρη μου να χε στεφάνι που ν αξίζει. Τον βρήκε ο μικρός... Τι εννοώ; Ε, ξέρω εγώ Σίτσα μου, μάνα είμαι, καταλαβαίνω κι ας κάνω τη χαζή... καλά να ναι τα παιδιά κι ευτυχισμένα, είδαμε κι εμείς που παντρευτήκαμε και κάναμε οικογένεια τα χαϊρια μας... Από το να μου φερνε καμιά ξινομούρα νύφη, χίλιες φορές ο ψηλός. Είναι ωραίος τουλάχιστον! Πάνε λέει στην Πάργα για να κάνουνε Χριστούγεννα έξω. Πράγα; Πάργα - Πράγα το ίδιο είναι, αφού δεν είναι εδώ, το ίδιο είναι. Ήρθαν χτες προπαραμονή και μου φεραν και δώρο, ένα κηροπήγιο κόκκινο χριστουγεννιάτικο. Έκανα ότι μου άρεσε βρε Σίτσα μου, χάλια είναι σαν εκείνα που βλέπουμε στα μοντέρνα. Εμένα μ αρέσουν αυτά τα ασημένια με τα σκαλίσματα... τι τα θες, το χω εκεί να σούρνεται πάνω στη σερβάντα και μετά θα το καταχωνιάσω κάπου. Καλά να ναι το αγόρι μου κι ας φέρνει και μοντέρνα...

Εσύ; Με τη νύφη και τα συμπεθέρια; Κάνε κουράγιο καλή μου, μέρα είναι θα περάσει. Ναι, το ξέρω σου βγήκε φαρμακομύτα. Θα χεις πεθάνει με τα μαγειρέματα πάλι, τι να κάνεις γιορτάζει ο σύζυγος τρέχει η δούλα, τόσα χρόνια τα ζησα, τα ξέρω, άσε καλύτερα μοναχή φέτος να χω και το κεφάλι μου ήσυχο. Θα βάλω τηλεόραση να χαζέψω, κάτι θα χει γιορτινό. 

Έλα, έλα σε κλείνω, μου χτυπάνε τα κουδούνια, για τα κάλαντα θα ναι και δεν έχω να τα φιλέψω... πάω να βρω ψιλά και ν ανοίξω, θα σε πάρω μετά να τα πούμε, όχι όχι δεν μπορώ να ρθω θα σαστε οικογένεια, δεν χωρά η ξένη...

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Απόψε έχει υγρασία

Τι ήτανε ρε φιλενάδα το σημερινό πάλι, τι βροχή, τι καταιγίδα, τι τυφών, τι λαίλαψ! Που να βάλω ρε κούκλα μου τα σορτσάκια τα καυτά, να καβαλικέψω το όχημα (aka ποδήλατο), να τρέχω στα γυμναστήρια; Θα μούλιαζε το κότσι μου βρε κουκλί μου πανέμορφο, θα με πιάνανε τα αρθριτικούλια μου...

Τι να κάμω ο δύστυχος, έβαλα τα χειμωνιάτικά μου και μπήκα στο κάρο (μου, όχι του Δήμου για να δεις πως μαζεύουνε τα σκουπίδια χρυσή μου που έλεγε και το δημώδες) να παρευρεθώ στην εργασία μου, να δημιουργήσω, να εκπλήξω, να ταρακουνήσω το κατεστημένο. Τι το θελα φιλενάδα, δεν έπαιρνα της ομπρέλα της Μαίρης (Πόππινς) να πετάξω στους αιθέρες κι ας μ έβγαζε στη Βούρμπιανη, ή έστω μια απλή να το κόψω με τα πόδια; Δεν κουνιόταν τίποτα... Κάθε κατατρεγμένος είχε μπει στο κουβαδάκι του και κινούσε για το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, ή με βάρκα το κάρο γιατί σε αρκετά σημεία, δεν ήθελε αμάξι, υποβρύχιο ήθελε...

Και καλά το πρωί, ξεκούραστος ήμουν, έβαλα τέρμα τη μουσική μου, έφαγα κατιτίς μέσα στο αμάξι, κάπνισα τα τσιγάρα μου, πήρα τα τηλέφωνά μου - πέρασε η ώρα! Άργησα να φτάσω στη δουλειά, αλλά ποιος πήγε στην ώρα του; Το απόγευμα ήταν το δράμα μιας ορφανής, το σύστριγκλο, η Απόλυτη (όχι η Αννούλα, αυτό μας μάρανε σήμερα να χαμε και την Αννούλα μες στους δρόμους), η Απόλυτη Ακινησία... Δεν κουνιόταν τίποτα βρε φιλενάδα, τίποτα σου λέω και πουθενά, τι στις κεντρικές αρτηρίες, τι στα στενάκια... ένα δράμα άνευ προηγουμένου...

Εν τω μεταξύ για να είμαι ειλικρινής δεν βρίσκω το λόγο για τέτοιο χαμό σήμερα, οκ, έβρεχε, οκ είχε και αέρα, και άλλες φορές βρέχει και έχει και αέρα, δεν ήρθε δα και ο τυφώνας Κατρίνα να μας ξεριζώσει τα φοινικόδεντρα και τις πετούνιες και να πνίξει από το ημιυπόγειο μέχρι τον 6ο όροφο. μια βροχή απλή ήταν, χειμώνας είναι βρε μάτια μου, θα λιώσεις;

Θα μου πεις βέβαια και θα χεις δίκιο, εσύ γιατί το πήρες το αμάξι φιλαράκο και μου το παίζεις και καμπόσος; Θα σου εξηγήσω αμέσως, οι λόγοι ήταν οι εξής:

α. Άργησα το πρωί να φύγω απ το σπίτι γιατί τέλειωσε η μπαταρία της κουρευτικής μηχανής που κουρεύω το μούσι όταν έχει γίνει σαν του Πατούχα και επειδή είχα μείνει με μισό μούσι παπαδίστικο και μισό τριών ημερών μου ήταν δύσκολο να βγω έτσι έξω, γιατί Χριστούγεννα έρχονται βρε κούκλα μου, όχι απόκριες να βάλω και ένα τούλι και τίποτα αστείο στο κεφάλι, να, σαν τα καπέλα που φορούσαν οι υπέροχες κυρίες όταν παντρεύτηκε το Καιτάκι το πριγκηπόπουλο και πήγε η Γκαμήλα με τη σβουνιά στο κεφάλι κι έκανε και την ωραία, οπότε βρίζοντας την τύχη μου τη μαύρη έπρεπε να περιμένω να φορτίσει λίγο, οπότε λέω θα πάω με τ αμάξι να φτάσω πιο γρήγορα... το ζώον

β. Ευκαιρία να το παίρνω κι αυτό που και που γιατί θ αδειάσει η μπαταρία στο τέλος και θα φωλιάσουν κατσαρίδες στο ρεζερβουάρ (ή σε κάτι παρόμοιο) και δεν τις θέλω τις κατσαρίδες ρε μάτια μου καθόλου...

Αλλά πραγματικά τέτοιο χαμό είχα να δω από μια Τσικνοπέμπτη πριν κάμποσα χρόνια που χιόνισε αίφνης και ξαφνικά ρε πουλάκι μου κι έγινε της κακομοίρας και της καημένης και ποιας άλλης δεν θυμάμαι, και όταν πήγα να βρω το αμάξι ήταν θαμμένο κάτω απ τα χιόνια λες και ήμασταν στα Ιμαλάια και όχι στο Μαρούσι κι έκανα να φτάσω σπίτι 2,5 ώρες που στη χειρότερη το είχα κάνει 45 λεπτά.

Αλλά εκεί μάλιστα. Εκεί υπήρχε θέμα. Εκεί είχε αποκλειστεί η μισή Αθήνα και ήθελες να βγεις με τα σκι να πας Σκλαβενίτη να πάρεις φασόλια να ζεσταθεί ο χώρος, γιατί τότε είχε τρυπήσει και ο λέβητας και μείναμε χωρίς καλοριφέρ 3 μέρες και όχι μόνο το δαγκώσαμε, το ξεριζώσαμε το δύστυχο. Αχ ρε φιλενάδα θυμάσαι; Που πέφταν οι γριές στους παγωμένους δρόμους σαν τις κορίνες όταν παίζω μπόουλινγκ, γιατί ξέρεις πόσο καλός είμαι στο άθλημα, και σπάγανε χέρια, πόδια και γενικώς ό,τι εύθραυστον. Ωραίες εποχές, αποκλειστήκαμε σπίτι αγκαλιά να ζεσταίνει ο ένας τον άλλον με τα χνώτα του και είδα το γραφείο μέρες αργότερα... αχ τι μου θύμισες...

Σήμερα ποιος ο λόγος; Κανένας. Μάλλον έμαθε το λεκανοπέδιο ότι βγήκα στο δρόμο σωφεράντζα και είπε να με προϋπαντήσει. Απαπαπαπα δεν ξανακάνω δηλώσεις στο Σταρ!

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Άγια Νύχτα, σε προσμένουν

Ρε φιλενάδα, πλησιάζουν τα χριστούγεννα, αλήθεια το πήρες χαμπάρι; Εγώ έχω στολίσει εδώ και βδομάδες το σπίτι ένεκα του γενέθλιου που πέρασε και το θελα γιορτινό, αλλά αν δεν έτρωγα χτες μελομακάρονο απ τη μανούλα (άπαιχτο φιλενάδα, το νοστιμότερο ever) δεν θα το πολυκαταλάβαινα... Βέβαια η αλήθεια είναι ότι ήδη ξεκίνησα να παίρνω τα δώρα, τα παίρνω λίγα λίγα να μην καταλαβαίνω πόσα φεύγουν - με βλέπω στα εξωτερικά να παίζω κιθάρα στους δρόμους για να φάω... και δεν ξέρω να παίζω και κιθάρα, κατάλαβες ποιο είναι το θέμα; Μα πως φεύγουν έτσι τα άτιμα, σα χέλια γλιστράνε απ τα χέρια, αααααχ!

Άλλο ένα στοιχείο είναι τα παιδάκια και όχι μόνο, πλέον στο τρένο δεν παίζουν στο ακορντεόν τα «Κύματα του Δουνάβεως» αλλά το «Τρίγωνα Κάλαντα μες στη γειτονιά», παράφωνα ως επί το πλείστον η αλήθεια είναι, αλλά με χριστουγεννιάτικη διάθεση! Και αυτό μου φέρνει στο νου τα παιδάκια που θα έρθουν σε 3 μέρες να πουν τα κάλαντα, παράφωνα ως επί το πλείστον η αλήθεια είναι, αλλά με χριστουγεννιάτικη διάθεση επίσης... 

Θυμάμαι τέτοιες μέρες όταν ήμουν πιτσιρίκος, ένα πολύ ντροπαλό παιδί για να λέμε του στραβού το δίκιο, τι χαρά είχα να πάω να πω τα κάλαντα... Από την ανυπομονησία μου ξύπναγα πολύ πριν το ξημέρωμα - μαύρα σκοτάδια έξω - και είχα να αντιμετωπίσω τη μαμά που μου υπενθύμιζε αυστηρά ότι πριν από τις 7 δεν θα έβγαινα απ το σπίτι να ξυπνάω τον κόσμο. Βέβαια θα μου πεις και 7 η ώρα που βγαινες και χτύπαγες τα κουδούνια είχε ξυπνήσει ο κόσμος; Η αλήθεια είναι πως ναι, ως επί το πλείστον είχε ξυπνήσει και περίμενε ευγενικά τα βρωμόπαιδα σαν και μένα να βαρέσουν τα κουδούνια γιατί θέλανε το εξτραδάκι το χαρτζιλίκι. Να σου πω, εκείνες τις μέρες που ήταν δύσκολες και φτωχικές το καλαντοεισόδημα ήταν πολύ σημαντικο! 

Πρώτα θύματα οι γονείς που δεν τους έφτανε που με γέννησαν έπρεπε και να με ακούν να λεώ τα κάλαντα στις 5 το πρωί, το θυμάμαι ρε λες και ήταν χτες, όλοι κοιμόντουσαν κι εγώ είχα τέτοια πρεμούρα που χωρίς να περιμένω να ξυπνήσουν μπούκαρα με το τρίγωνο στην κρεββατοκάμαρα και άρχιζα τα Χριστός γεννάται σήμερον. Έχω ευγενικούς γονείς, ούτε με διαολόστελναν ούτε με έδερναν γι αυτό το λόγο, σηκώνονταν χαμογελαστοί και αφού μου έλεγαν τι ωραία που τα είπες με χαρτζιλίκωναν και με ξαπόστελναν. 

Κουδούνι και τραγούδι, τραγούδι και κανα ταληράκι στην τσέπη, ή μόνος πήγαινα ή με την αδερή μου η οποία ήταν υπναρού από τότε και την ξύπναγα με τα χίλια ζόρια να ακολουθήσει... ήταν και από τότε όμορφη κι εκείνη πολύ και όποιος και να άνοιγε δεν μας έβριζε, μας χαμογελούσε και μας χαρτζιλίκωνε. Είναι πραγματικά πολύ λίγες οι περιπτώσεις του "Μας τα παν άλλοι". Είχε πλάκα, πηγαίναμε απρόσκλητοι σε σπίτια που δεν είχαμε ξαναπάει για να τραγουδήσουμε σε ανθρώπους που δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ, να μοιραστούμε μαζί τους τη χαρά μας κι εκείνοι το φίλεμά τους. Ωραίο πράγμα...

Ώρες ολόκληρες αυτή η ιστορία μέχρι να μεσημεριάσει και να μας κόψει τα πόδια η κούραση και οι βαριές οι τσέπες... Μετά το σκάγαμε για Αθήνα, πηγαίναμε στο Μινιόν να πάρουμε δώρα για τους γονείς, το μωρό όταν γεννήθηκε και για μας! και να οι βόλτες στο γιορτινό κέντρο που για μας τα παιδιά των προαστείων ήταν μαγικό και τρομαχτικό συνάμα, ξένο αλλά τόσο γνώριμο! Και δεν κινδύνευες ρε συ, ήξερες ποιο λεωφορείο να πάρεις και αυτό ήταν (κρυφά απ τη μαμά πάντα υποτίθεται αλλά το καταλάβαινε μόλις έβλεπε τη σακούλα του Μινιόν! Το πολυκατάστημα δε, μοναδικό τότε, ήταν παραμυθόκοσμος, ρούχα, παπούτσια στολίδια και.... παιχνιδόκοσμος στον τελευταίο όροφο, με θεματικά στημένες σκηνές συνήθως απ τη γέννηση αν θυμάμαι καλά, και άλλα, ένας ψεύτικος ζωολογικός κήπος και τόσα πολλά να χαζέψεις! ξέρω ότι αν τα έβλεπα σήμερα θα μου φαινόντουσαν περίεργα αλλά τότε ήταν μαγικά!

Και να η Μις Πίγκυ (μια κακομοίρα δηλαδη με σατέν φόρεμα και μάσκα Μις Πίγκυ - σίγουρα κάθιδρη μέσα στη μάσκα της) που μας έπαιρνε αγκαλιά και βγάζαμε φωτογραφίες, έχω μια τέτοια με κοστουμάκι σένιο, πλήρες σετ, γιλεκάκι παντελονάκι σακάκι γκρι και γαλάζιο πουκαμισάκι - φόραγα τα καλά μου στα κάλαντα βλέπεις!

Στο λεωφορείο δε δεν τα λέγαμε γιατί αμφότεροι ντρεπόμασταν κι έμπαιναν τα άλλα πιτσιρίκια και τα λέγανε και τους δίναμε κι εμείς το κατιτίς για το καλό, μιλάμε για υπερβλαμένα!

Κάποια στιγμή έμαθα να τα παίζω στη φλογέρα, και τα κάλαντα αμφότερα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς και τον μικρό Τυμπανιστή για ν ανέβει το κέφι. Η αδερφή μου είχε μεγαλώσει, πήγαινε γυμνάσιο και δεν ήθελε να έρχεται αλλά εγώ την έπαιρνα με το ζόρι γιατί μου ήταν δύσκολο να παίζω φλογέρα και να τραγουδάω ταυτόχρονα! Το έκανε για κανα δυο χρόνια και μετά μου το κοψε... έτσι σιγά σιγά το κοψα κι εγώ, μέχρι που ήρθε ο στρατός και μπήκα στη χορωδία να γλιτώνω την εκπαίδευση και τα παμε στους ταξιάρχους και στους στρατηγούς με τεράστια επιτυχία αλλά δεν μας χαρτζιλίκωσαν, κάτι ετοιματζίδικα μελομακάρονα μόνο και όξω απ την πόρτα. 
Κρίμας βρε πουλάκι μου, είχα ερμηνεύσει την Άγια Νύχτα μοναδικά εκείνη την ημέρα...

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Να κοιμηθώ στο πάτωμα

Μη με πιέζεις σου λέω ρε φιλενάδα, βαριέμαι σήμερα, βαριέμαι και να κουνηθώ αυτήν την ώρα. Είχα μια γεμάτη μέρα, γεμάτη κι ευχάριστη ακόμα και στη δουλειά καλά πέρασα, πολλά πράγματα να κάνω και γρήγορα χωρίς γκρίνιες και υστερίες όπως χτες (καλά το χτεσινό λίγο πριν φύγω που υστερίασε η γλυκειά συνάδελφος κι εγώ έμεινα μαλάκας γιατί μια ερώτηση διευκρινιστική έκανα ο δύστυχος, δεν περίμενα ν ακούσω τα εξ αμάξης - μετά με κλάματα ζητούσε συγνώμη αλλά είχε ήδη γίνει το στομάχι μου κόμπος- δεν θέλω να το ξαναζήσω), αλλά κουράστηκα βρε κούκλα μου και δεν θέλω να συνεχίσω να κάνω πράγματα, θέλω να ηρεμήσω, να ρηλαξάρω που λέμε και στη Βούρμπιανη, να χαλαρώσω.


Φευ όμως, οι δουλειές δεν φεύγουν εδώ μένουν μπροστά στα κουρασμένα μούτρα μου, μπροστά στο γέρικο κορμί μου και με καλούν σαν αποτρόπαιες σειρήνες να ασχοληθώ μαζί τους. 
Εκείνος ο διάβολάκος της τάξης ψιθυρίζει λάγνα στο αυτί μου "πρέπει να μαζέψεις τα ρούχα, να τα σιδερώσεις, να τα βάλεις στη θέση τους, ν αδειάσεις επιτέλους τη βαλίτσα και να βάλεις κι άλλο πλυντήριο, να ξεσκονίσεις λίγο, αύριο περιμένεις φίλους, να σκουπίσεις, με την ηλεκτρική όχι με κείνο το σουίφερ, με την ηλεκτρική γιατί το χαλί πρέπει να λάμψει, να μαγειρέψεις, τι θα φας δύστυχε βραδιάτικα, τι θα πάρεις αύριο μαζί σου, πάλι απ έξω θα παραγγείλεις και θα γεμίζει το μπακόνι και θ αδειάζει το πορτοφόλι - έχεις και να πληρώσεις το σήμα του αυτοκινήτου μεσ στη βδομάδα, κάνε κράττει, ταξίδι έρχεται, μην τα σπαταλάς από δω κι από κει και καπνίζεις και 2 πακέτα την ημέρα, τέλειωνε να κοιμηθείς νωρίς, θα ξυπνήσεις 6 αύριο να πας στο γυμναστήριο να χτυπηθείς, την άλλη βδομάδα την έχεις χαμένη και πρέ...


ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ άσε με ήσυχο ρε συ, δεν θέλω να κάνω τίποτα, δεν θα κάνω τίποτα, θα ξαπλώσω στον καναπέ και θα χαζεύω στο χαζοκούτι, θα παραγγείλω πίτσα και θα μιλάω με το μωρό μου στο τηλέφωνο με τις ώρες και κάποια στιγμή θα με πάρει ο ύπνος έτσι, σ αυτήν την κατάσταση γιατί δεν μπορώ ρε αδικιορισμένε "καλέ" εαυτέ, είμαι πτώμα, μ ακούς, είμαι πτώμα.


Αχ, ξαλάφρωσα, όρθωσα το ανάστημά μου και είμαι ήρεμος
Πάω να βάλω το κοτόπουλο να ψήνεται πριν μαζέψω τα ρούχα και τα σιδερώσω!

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Είχα πάει τσάρκα

Αχ βρέχει ρε φιλενάδα, βρέχει και δεν πολυθέλω γιατί δεν πήρα ομπρέλα σήμερα, βαρέθηκα να την κουβαλάω και θα γίνω μούσκεμα... Πειράζει; Θα σου πω αύριο αν θα είμαι κρυωμένος ή όχι ρε μάτια μου, ζω με την αγωνία θα το ανάψει το καλοριφέρ ο διαχειριστής ρε κούκλα μου ή θα μου ξυλιάσει το αποτέτοιο μου σήμερα μέρα που ναι γιορτινή, του Βονιφατίου, Ευττυχίου & Θεσσαλονίκης μάρτυρος; Μα ήτανε μάρτυρας η πιο ερωτική πόλη και τη γιορτάζουμε σήμερα; Μάρτυρας σε τι; Μαρτύρησε ή μας μαρτύρησε; Δεν ξέβρω βρε γλυκειά μου, εκεί ήμουν μέχρι χτες δεν πήρα κάτι γραμμή. 

Τα μαγαζιά είδα μόνο και τους όμορφους δρόμους της τίγκα στον κόσμο, κι ένας κονφερασιέ εκεί να να στην Αριστοτέλους να τρομοκρατεί τα νήπια και το παγοδρόμιο να χει ψιλολιώσει ένεκα της ζέστης (δεν έκανα πατινάζ γιατί ο μέσος όρος ηλικίας ήταν στα 4,5 έτη και ντράπηκα να περιφέρω το γέρικο κορμί μου ανάμεσα στα φυντάνια, αχ που εγώ έπρεπε να ήμουν στο Dancing on Ice που βάλανε τον Χριστοφόρου τον ξεχασμένο κι απ τη μάνα του να πατινάρει και να συγχίζεται αν δεν πάρει 10 στη βαθμολογία - το ξέρω πως το άριστα εκεί είναι το 6, εκείνος δεν το χει καταλάβει ακόμα, βρε πουλάκι μου αν πάρεις εσύ 10 η Καταρίνα η Βιτ που εφόραγε και τα σέξι τα φουστάκια τι έπρεπε να πάρει; 10.000; Δεν βγαίνω ρε μάνα μου, κατάλαβέ με... μωρέ δεν επανασυνδέουν τους υπέροχους Ουάν να ξανακάμει καριέρα το παλλικάρι να ησυχάσουμε;). Τι έλεγα; Χριστέ μου τα χω χάσει τελείως μου φαίνεται. πάμε πάλι.

Αχ που λες ωραία ήταν η ατμόσφαιρα η γιορτινή, κόσμος από δω, κόσμος από κει, μιλλιούνια, είχε και πολλά εγκαίνια σε μαγαζιά, και να τα κρασιά να ρέουν (καμπανίτη δεν είδα, τι θες κι εσύ βρε κούκλα μου, κρίση περνάμε), να τα καναπέ (αυτά που είναι μπουκίτσες και τα τρως, όχι τα άλλα απ το ΙΚΕΑ που ξαπλάρεις και μου κάνεις τη βασίλισσα με τα σοκολατάκια τα γεμιστά με τσέρι παραμάσχαλα και μετά αναρωτιέσαι γιατί παχαίνεις κι εσύ κι εγώ που δεν έχω αφήσει σοκολάτα για σοκολάτα να παραμείνει ζωντανή πάνω από 30 δευτερόλεπτα), να τα τυροπιτάκια, να τα πιροσκί, του Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά! Και τα μαγαζιά μεσ στις εκπτώσεις μπας και συγκινηθεί κανείς απ το πλήθος και ψωνίσει κανα φουτεράκι, κανα στριγκάκι, κάτι γιορτινό βρε αδερφε να ξαλαγράρει η ψυχούλα μας λίγο. Και μουσικές, και συγκροτήματα και μυρωδιές (άτιμε Τερκενλή πότε θα εισβάλω μέσα με το μπαζούκας και θα στα φάω όλα μονομιάς να σου πω εγώ).

Αχ αυτή η πόλη η ερωτική, δεν την χορταίνω πραγματικά, δεν χορταίνω αυτό το υπέροχο κέντρο της όσες φορές κι αν πάω, με τα όμορφα στενά της και την υπέροχη βόλτα στην παραλία (το πλωτό που βούλιαξε δεν το δα... κάπου βολόδερνε ή είχε ήδη βουλιάξει δεν γνωρίζω, εγώ σήμερα έμαθα ότι είχε και πλωτό που βούλιαξε), ειδικά τώρα που είναι και γιορτινή και στολισμένη είναι θαύμα. Είμαι Αθηναιολάτρης αλλά την συμπρωτεύουσα την αγαπώ τα μάλα. 

Με τα με της, με τα σε της, με τις μπουγάτσες και τα κασέρια της, με τα παιδιά της τα όμορφα, τα κορίτσια της τα τρελά, με τα όλα της. Την αγαπώ όχι σαν τουρίστας πλέον αλλά σαν κάποιος που γυρνά στον τόπο του κάθε φορά που πηγαίνει κι ας είμαι απ την Αθήνα την ξελογιάστρα. Ξέρεις τι μ αρέσει πολύ; Όλα σε ένα νοικοκυρεμένα ρε κούκλα μου, με τα πόδια παντού. Άντε με το ποδήλατο. Εδώ δυστυχώς έχεις διαδρομή, αλλού το κέντρο, αλλού το βουνό, αλλού η θάλασσα. Εκεί όλα μαζί και σε ωραία έκδοση, καρντάσικη. Δεν σου λέω ότι είναι παράδεισος - πουθενά δεν είναι - αλλά είναι όμορφη ρε συ. Έχει κάτι παλιές μικρές εκκλησιές διαμάντια πραγματικά. Η Άνω Πόλη ένα χάρμα. Τι να σε λέω ρε φιλενάδα, πρέπει να πάμε μαζί να στη δείξω! (και από φαγητό - ναι ναι το ξέρω ότι κάνεις δίαιτα - δεν παίζεται πραγματικά. Μαγικό. Υπέροχο. Το Κάτι Άλλο σε λέω).

Λοιπόν φιλενάδα μην το κουράζεις, τώρα τις γιορτές δεν θα είμαι ούτε εδώ ούτε εκεί, το ξέρεις α πάω στη γηραιά Αλβιόνα να ανοίξει ο οφθαλμός μου, αλλά μετά τις γιορτάδες δεν το συζητώ, θα το κάνουμε το γουικέντ στη Σαλόνικα, άντε βρε κούκλα μου τόσο καιρό στο λέω; Τι περιμένεις, θα περάσουμε φίνα!!!

(Θέλω μόνο να ξέρεις ότι για τα χριστούγεννα ξεκίνησα να γράφω σήμερα, είδες ο καλλιτέχνης; Εντελώς εκτός θέματος πάλι)...

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Να χα όσα έχει η τράπεζα, τραγουδάκια να σου τα παιζα

Λοιπόν σήμερα κανονικά δεν θα αναρτούσα τίποτα (καλά η μπέμπα δεν παίζεται, είναι ό,τι ομορφότερο έχουν δει τα μάτια μου τα τελευταία 40 χρόνια, τη βλέπω για μοντέλο το λιγότερο) αλλά δεν άντεξα βρε φιλενάδα.

Πριν λίγο τσέκαρα τα mail μου, που ήταν μπόλικα οφείλω να ομολογήσω γιατί απ το τρέξιμο εδώ μέσα σήμερα δεν προλάβαινα ούτε το φεγγαράκι μου λαμπρό να απαγγείλω - και το απαγγέλλω τόσο ωραία, θυμάσαι βρε κούκλα μου που στο απήγγειλλα τότε εκεί στην παραλία εκείνη τη βραδυά; Ε, έχω βελτιωθεί τώρα, πρόβες στον καθρέφτη, ηχογραφήσεις, ξέρεις εσύ. Τι έλεγα; Κάτσε να διαβάσω γιατί μπερδεύτηκα ο δύστυχος είμαι και μεγάλος άνθρωπος, πόσα πια να κουβαλάει αυτό το κεφάλι;

Α έλεγα για τα μεϊλ που τσέκαρα και είδα κάτι και πέθανα στο γέλιο, αλλά πριν σας το αποκαλύψω αυτό κι επειδή έχει και κάποια σχέση ας πάμε στο κυρίως θέμα, αυτό που λέγεται Τράπεζα!

Ένεκα λοιπόν της κρίσης και όσα υπέροχα εκείνη μας φέρνει, κάτι σαν τα δώρα των Χριστουγέννων εκ του συμπαθεστάτου κυρίου Βασίλη με τα κόκκινα τα κίνκι τα γουνάκια, αλλά σε πιο έτσι μπουγιόζικο να το πω, πονάει να το πω; Όπως και να το πω, ανεργία είναι, περικοπή μισθών είναι, τέτοια όμορφα και νηπενθή. Ένεκα λοιπόν της ανεργίας και των περικοπών, πολύς κόσμος της μεσαίας τάξης δεν έχει να πληρώσει ούτε καν την ελάχιστη καταβολή για την (τις) πιστωτική (ές) του κάρτα κάθε μήνα. Το οποίον ελάχιστο φυσικά είναι οι τόκοι. Γιατί όταν εγώ, εσύ, η Σίτσα, η Σάρα η Μάρα και το κακό συναπάντημα ψωνίζαμε - χαρίζαμε - ταξιδεύαμε - τρώγαμε - πίναμε κλπ. αφειδώς μέχρι πριν 2 χρόνια φορτώνοντας τις κάρτες σα να είναι η δόλια γραία στο χωριό που την φορτώνει ο παππούς με τα ξύλα για να καβαλάει αυτός το γάιδαρο να μη περπατήσει και χαλάσει τα παπούτσια του εκεί στις λάσπες και στα χωράφια, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι σε λίγο καιρό μετά την ολυμπιάδα, τη Γιουροβίζιον, το Γιούρο και τα Γιούρια θα χάναμε τις δουλειές μας. και σε ρωτώ ρε φιλενάδα, με τέτοιες σφίξεις και με το έρμο το ταμείο τι να πρωτοπληρώσεις; Ποιο χαράτσι να βάλεις πρώτο; Οπότε και οι κάρτες παραμένουν παραπονεμένες και απλέρωτες και οι τόκοι αυξάνονται σαν τις κατσαρίδες εκείνες τις ήσυχες ζεστές μέρες του Ιούλη.

Και μετά, όταν φουσκώσει το μπαλόνι πολύ, σε παίρνουν κάτι καλές κυρίες από τις εισπρακτικές εταιρίες που βάζουν οι τράπεζες και σου μιλάνε με ένα ύφος λες και σε παίρνει η ίδια η Λάτση (αχ Μαριάννα μου, έισαι κυρία εσύ, δεν θα το κανες ποτέ αυτό, εσύ μόνο τις προσέλλαβες), και σου μιλούν για το χρέος σου και ότι πρέπει οπωσδήποτε να το εξοφλήσεις, και ότι αν δεν το εξοφλήσεις θα σε φάει ο μπαμπούλας, ή θα σε καταραστεί η Λάτση και θα βγάλεις πιτυρίδα και εξάνθημα στους όρχεις, ουλίτιδα, αμυγδαλές και τύφο. Κι εκεί που προσπαθείς να εξηγήσεις στη γλυκειά αυτή μαντάμ ότι δεν μπορείς να πληρώσεις γιατί είσαι άνεργος και δεν έχεις που την κεφαλή κλίναι, εκείνη σε ενημερώνει ότι αυτό δεν την ενδιαφέρει ΚΑΘΟΛΟΥ και ότι η τράπεζα θα σε βρει όπου και να κρυφτείς (χι χι χι χι χι), δεν θα τη γλιτώσεις με τίποτα, οπότε αντί να τρως και να ταϊζεις τα παιδια σου, ΘΑ ΒΑΛΕΙΣ ΤΗ ΔΟΣΗ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ.

Έχω ακούσει από φίλους άνεργους φοβερούς διαλόγους, εκπληκτικούς που είναι τόσο αστείοι, μα τόσο αστείοι που καταλήγουν τραγικοί. Εκτός από βρίσιμο από την κάθε κυράτσα που κάνει αυτή τη δουλειά, εκτός από τους γελοίους εκφοβισμούς (γιατί ένας άνθρωπος που ξαφνικά χάνει τη δουλειά του και δεν έχει περιουσία - τι θα του πάρει η τράπεζα; το βρακί το τρύπιο;), εξαιρετική φαντασία διακρίνεται και στις λύσεις που προτείνουν οι κυρίες αυτές, όπως πχ. δεν έχετε ένα φίλο να σας τα δανείσει τα λεφτά; Τι λες μαντάμ, θα δανειστώ από κάποιον άλλον κακομοίρη για να βάλω τη δόση στην τράπεζα; Αφού δεν μας προτέινουν και να βγούμε στη Συγγρού μπας και τα μαζέψουμε πάλι καλά.

Πάντως για να είμαι δίκαιος αυτές οι κυρίες που κάνουν αυτή τη δουλειά (και που πληρώνονται με ποσοστά γι αυτό και το απίστευτο ύφος) πρέπει να έχουν πολύ γερό στομάχι για να μπορούν να ενοχλούν καθημερινά κάποιους ανθρώπους δυστυχισμένους, που έχουν χάσει τα πάντα, τα χρήματα, τη ζωή και ίσως και τη αξιοπρέπειά τους. Ή μπορεί απλά αυτές οι συγκεκριμένες κυρίες να είναι τόσο Κακογαμημένες που τους φταίνε όλα όποτε είναι εξαιρετικά φυσικό να μπορούν να φέρονται έτσι χωρίς τύψεις. Εγώ προσωπικά έτσι κι έπαιρνα 1-2 τηλέφωνα και άκουγα ανθρώπους απελπισμένους όχι μόνο δεν θα τους εκφόβιζα ή θα τους έβριζα, αλλά μάλλον θα ντρεπόμουν που υπάρχω... Τι να πω, εκεί μας καταντήσανε, Ο Τέμπορα Ο Μόρες...

Και πάμε στο mail

Αγαπητοί πελατών της Τράπεζας Πειραιώς,

Είμαστε εκτελεί μια πλήρη καθαρισμό βάση δεδομένων των πελατών και ζητάμε από όλους τους πελάτες μας να συνδέεστε και να επιβεβαιώνουν τη δραστηριότητα του λογαριασμού τους. Όλοι οι λογαριασμοί που παραμένουν μη-προσβάσιμες μέχρι τις 22 Δεκέμβριος 2011 θα είναι κλειστό.
(εδώ είχε και site που θα έπρεπε να συνδεθείς)
©2011 Τράπεζας Πειραιώς



Βρε πουλάκι μου, θέλεις να κάνεις την κομπίνα σου και να τ αρπάξεις από όποιον ηλίθιο θα έμπαινε εκεί να βάλει τα στοιχέια του; Μην αντιγράφεις το κείμενο από το μεταφραστή του Google, πάρε εκεί στα ξένα έναν Έλληνα να στο γράψει σωστά να ταίσεις κι ένα στόμα μέρες που είναι... μα είναι δυνατόν «Είμαστε εκτελεί; μια πλήρη καθαρισμό; Αγαπητοί πελατών; και το αγαπημένο μου λογαριασμοί μη-προσβάσιμες! Βλάκα, ε βλάκα, ούτε μια κομπίνα δεν μπορείς να κάνεις

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ήρθες σαν την άνοιξη

Ήρθες ρε μάτια μου πανέμορφα, ήρθες στη ζωή σήμερα, ήρθες ομορφιά μου, ήρθες και όλα πήγαν καλά. Δεν σε κράτησα ακόμα στην αγκαλιά μου, είσαι πολύ μικρούλα, πολύ εύθραυστη, σα μπιμπελό βρε ματάκια μου πανέμορφα. Αυτά τα χεράκια σου τα μικρούλια, τα ποδαράκια σου, το προσωπάκι σου με τα κλειστά τα ματάκια που όταν ανοίξουν θα αντικρύσουν όλη την ομορφιά του κόσμου! Σ αγαπώ ήδη σαν τρελός, σ αγαπώ κι ας μην με ξέρεις ακόμα, θα με γνωρίσεις σιγά σιγά στο μέλλον!

Με κάνει ευτυχισμένο μόνο και μόνο η σκέψη σου, μόνο και μόνο το ότι υπάρχεις και αναπνέεις τον ίδιο αέρα με μένα με κάνει πλήρη κι ευτυχισμένο! Δεν θα πω τίποτα άλλο ψυχούλα μου, σ αγαπώ ήδη πολύ, καλώς ήρθες στη ζωή μου αγάπη μου!

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Στη δουλειά δεν ξαναπάω - Θεέ μου πόσο σ αγαπάω

Α παππαπαπαπαπαπα ρε φιλενάδα, τι τρέξιμο κι αυτό σήμερα, δεν πρόλαβα ούτε το κοτοπουλάκι μου να φάω - που λέει ο λόγος, αυτό μια χαρά το έφαγα, αλί στον κόκκορη που την κλαίει τη συμβία - με πεθάνανε. Με πεθάνανε στη μαλακία, μη φανταστείς ότι έκανα και τίποτα σοβαρό, τίποτα απολύτως, πέρα δώθε, μπρος πίσω, εντός εκτός κι επιταυτά ρε φιλενάδα, αφού έψαχνα να βρω το βιτριόλι να αρχίσω να το πετάω δεξιά αριστερά και όποιον πάρει ο χάρος (υποψιάζομαι ότι το πήρε η καθαρίστρια να κάνει τις λεκάνες, τι να πω το δικό μου βιτριόλι χρησιμοποιεί η δύστυχη από τότε που άρχισαν τις περικοπές εδώ μέσα, και για χαρτί υγείας, δεν θέλεις να ξέρεις, κάτι εφημερίδες, κυρίως Ελεύθερη Ώρα και Αυριανή να πάθουμε ιλεό απ το μη χέσω εδώ μέσα...).

Και σκέφτομαι ότι θα πρέπει να αισθάνομαι τυχερός που έχω ακόμα δουλειά, εδώ τόσος κόσμος έχει χάσει τη δουλειά του, τα χρήματά του, τα σπίτια του, το καθετί... Σκέφτομαι ότι παρόλες τις περικοπές και τη γκρίνια και τη μιζέρια που έχει καταντήσει ο χώρος που δουλεύω - που κάποτε για να λέμε του στραβού το δίκιο ήταν γκλάμορους, και γυρνούσαμε σαν τα γύφτικα σκεπάρνια - τα σκεπάρνια - ότι εμείς είμαστε από άλλο πλανήτη, εκείνον με τους διασήμους και τους σελέμπριτις. Και να οι αμοιβάρες, να τα βραβεία, να τα τα τούτα νάτα και τα κείνα. Τώρα βροχή.

Και σκέφτομαι ότι μέσα στη γενική ανασφάλεια αφού βγαίνει το άτιμο το μεροδούλι μεροφάι να μην παραπονιέμαι, έχω να πληρώσω το νοίκι, τα κοινόχρηστα, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την ΕΥΔΑΠ, τον Σκλαβενίτη, το Connx (ή όπως αλλιώς γράφεται ετούτο το μαραφέτι), το κινητό, τις κάρτες, το καταναλωτικό, το φόρο, τον Πόρο, την Άρτα και τα Γιάννενα. Αλλά ρε κούκλα μου δεν μπορώ να μη γκρινιάζω ρε μανάρι μου γλυκό. Εγώ άλλα όνειρα είχα, δεν ήταν το όνειρό μου να τραβάω το μακρύ και το κοντό της κάθε ζαβής. Όχι, αυτό ούτε καν το είχα φανταστεί. Κάλλιο να βαζα περούκα και να κανα την πωλήτρια σε μαγαζί με γυναικεία, λιγότερα θα τράβαγα. Καλύτερα να ξυπνούσα στις 3 κάθε μέρα (έτσι κι αλλιώς στις 6 ξυπνάω) και να πήγαινα στο φούρνο να ζυμώσω τα καρβέλια, θα χαν σφίξει και τα μπράτσα, θα χα και ζεστό ψωμί. Κάλλιο να μοίραζα το γάλα, να άρμεγα το γάλα καλύτερα να χα και μια επαφή με τη φύση που η μόνη επαφή που έχω τώρα είναι όταν κυνηγάω κανα κουνούπι στο σπίτι που δε λένε να ψοφήσουν με τη ζέστη που έχει ακόμα, όχι ότι με χαλάει η ζέστη ρε φιλενάδα, οικονομία στο πετρέλαιο βρε κούκλα μου, και με κείνη την έρμη τη γλάστρα που χω στο μπαλκόνι και όταν το θυμηθώ την ποτίζω. Θηρίο όμως η άτιμη, δε λέει ούτε να μαραθεί, ούτε να κάνει τις ρίζες πόδια και να σηκωθεί να φύγει να πάει αλλού, σε ένα κόσμο που το νερό δεν είναι πολυτέλεια, είναι πραγματικότητα...

Ξέρεις τι θα θελα; Θα θελα να χα έναν ξενώνα σε κάποιο μέρος που συνδυάζει βουνό και θάλασσα, να έκανα τα κουμάντα μου, τα φαγητά μου, τις μαρμελάδες μου, τα ωραία μου και να υποδεχόμουν κόσμο στα δωμάτια που θα χα στολίσει με το δικό μου γούστο και μεράκι. Και θα ταν τόσο ωραία ε; ναι, σαν φαντασίωση μια χαρά θα ήταν, στην πραγματικότητα όμως θα ρχόταν και η (ο) αγάμητη (ος) και θα μου κανε τα νεύρα κρόσια, γιατί η μαρμελάδα δεν είναι γλυκιά, γιατί η θέα δεν έχει τις Πυραμίδες του Καϊρου (και άντε πείσε εσύ τη μαντάμ οτι ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΙΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ) ότι το κωλόχαρτο δεν είναι έξτρα σοφτ να σκουπίσει την κυτταρίτιδά της, ότι η λεβάντα την αναστατώνει και θα θελε σεντόνι φούξια και όχι άσπρο και γιατί μαμά το μωρό μας πίνει Νέσλακ; Και θα το έκανα το έγκλημα, δεν θα το γλίτωνα το φονικό... οπότε, λες να είμαι καλά εδώ που είμαι; Βρε λες;

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Όταν διαβάσετε λοιπόν τη διαθήκη

Η αλήθεια βρε φιλενάδα είναι ότι σπανίως βλέπω τηλεόραση και ακόμα σπανιότερα ακούω ραδιόφωνο. Το ξέρω βρε κούκλα μου ότι ενδεχομένως ανάμεσα στα playlists, τις ειδήσεις, τις διαφημίσεις και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο να υπάρχει κάτι ενδιαφέρον, κάτι αστείο, κάτι επιμορφωτικό... οπότε κι εγώ με μερικές μέρες καθυστέρηση έμαθα από συζητήσεις ενδοεταιρικές ότι μια πλούσια κυρία όστις απεβίωσε, κληροδότησε 10 εκατομμύρια ευρώ στη γάτα της. Και μπήκα αμέσως σε σκέψεις δηλαδή την εξής μία. Τι θα τα κάνει η γάτα τα 10 εκατομμύρια ευρώ; Τι; Πόσα Φρισκις να φάει το έρμο το ζωντανό; Πόσα κολλάρα με πολύτιμους λίθους χρειάζεται; Πόσα λίτρα άμμου από χρυσόσκονη θέλει ο αριστοκρατικός πλέον πωπός της; 

Και αυτή η γραία δεν είχε άνθρωπο να τα δώσει να τα χαρεί ο χριστιανός; Ιταλίδα λέει ήταν βρε κούκλα μου, κρίση έχουν κι εκεί βρε μάτια μου, δεν μπορούσε να τα δώσει κάπου αλλού; Να κάνει κάποιον που τα χρειάζεται πραγματικά ευτυχισμένο; Χάθηκε να μου τα αφήσει εμένα που όσο να ναι γιορτές έρχονται και έχω και κάποια έξοδα; Τη φιλενάδα μου που γιορτάζει πάλι κασσέτα θα της γράψω; Τι αδικία Θεέ μου...

Θα μου πεις ρε φιλενάδα, μπορεί να μην είχε κανέναν στη ζωή που να αγαπούσε και να εκτιμούσε ώστε να του δωρίσει τέτοιο ωραίο δώρο. Δεκτό. Μπορεί να ήταν μια πληγωμένη απ τους ανθρώπους γριούλα, απογοητευμένη από τους συγγενείς και φίλους. Μπορεί. Μπορεί από την άλλη να ήταν μια γρουσούζα σκατόγρια που δεν χώνευε ούτε τα άντερά της και είχε μια στρατιά από ανήψια να τα δουλεύει, να τρέχουν για πάρτη της και τώρα να θέλουν να το κάνουν το γατί φλαμπέ. Κι αυτό μπορεί. Όλα μπορούν. Δεν ξέρω τι ισχύει.

Θα ξεχάσω εγώ την συγχωρεμένη την Αν Νικόλ που ερωτεύτηκε το ραμολιμέντο και το παντρεύτηκε και τι ωραίες φωτογραφίες έβγαλαν στο γάμο, εξαιρετικές, ο γέρος δε τόσο ραμολί φάνταζε κουνουπάκι μπρος στο πληθωρικό (μάλλον πλαστικό) στήθος της εκπάγλου καλονής Αν Νικόλ. Και η ευτυχία του διήρκησε λίγο διότι λογικά φερόμενος ως ραμολί, τα τίναξε τα πέταλα σε μικρό χρονικό διάστημα και άφησε στην τεθλιμμένη χήρα τα δισεκατομμύρια. Τα χάρηκε η δύστυχη; Σκατούλες χάρηκε, μηνύσεις, προσβολές της διαθήκης, πέσαν τα βρωμόσογα να το φάνε το κορίτσι το δύστυχο που ερωτεύτηκε κι έμεινε χήρα τόσο σύντομα. Και πιο το τέλος; Πάει από υπερβολική δόση η καλλονή. Μαλλιοτραβιούνται ακόμα για το τίνος είναι το παιδί (της) το οποίο το βλέπω στην εφηβεία να το μπαζοβγάζουν στα ιδρύματα. Ποιος ήταν ο κερδισμένος; Το ραμολί. Έκανε αυτό που ήθελε, ήθελε να αφήσει την τελευταια του πνοή στο πληθωρικό (μάλλον πλαστικό) στήθος της γλυκειάς Αν Νικόλ. Μόνο αυτός κέρδισε. 

Όπως και η γριά της ιστορίας μας. Μόνο αυτή κέρδισε, είτε ήταν βλαμμένη και πιστεύει ότι το γατί τα χρειάζεται όλα αυτά τα λεφτά, ή πήρε πολύ όμορφα την εκδίκησή της πρός την ανθρωπότητα...

Αλήθεια ότι έχει βγει σκυλοτροφή που ισχυρίζεται ότι χαρίζει δροσερή αναπνοή το ξερες; Ε;

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ίσως φταίνε τα φεγγάρια

Βρε φιλενάδα, δεν τα κατάφερα τελικά, είπα ότι δεν θα με πείραζε αλλά τελικά μάλλον με πείραξε πολύ περισσότερο απ ότι πίστευα. Βέβαια μπορεί να έφταιγε και η έκλειψη, μπορεί και η πανσέληνος, μπορεί και ο ανάδρομος που σε 3 μέρες λέει θα είναι ορθόδρομος και που ανάθεμα κι αν έχω καταλάβει βρε κούκλα μου τι σημαίνει αυτό, δηλαδή για να καταλάβω, η τροχιά του Ερμή δεν είναι ίδια με αυτή της γης; Ε, άμα ο Ερμής έχει συγκεκριμένη τροχιά και δεν κάνει νούμερο σε βαριετέ να πηγαίνει μια από δω μια απο κει σαν τα Καλουτάκια με μπλε σκιά και ανάλογη μασκάρα στο μάτι, πώς γίνεται ανάδρομος; Διαφώτισέ με, μπερδεύτηκα πάλι...

Ίσως φταίνε τα φεγγάρια ρε κούκλα μου, ίσως η διατροφή, ίσως και η μαύρη αλήθεια. Δεν μου άρεσε καθόλου που κλεισα τα 40. Μα καθόλου σου λέω. Εμένα την προηγούμενη βδομάδα αν με ρώταγες ξαφνικά πόσο είμαι θα σου απαντούσα αβίαστα 23 εκτός αν καθόμουν να το σκεφτώ και τότε μάλλον θα σου έλεγα την αλήθεια δηλαδή 40 και μετά θα απορούσα πότε στο καλό έφτασα εγώ τα 40, εγώ που αισθάνομαι το πολύ 23 (εκτός από κάτι μέρες που δεν έχω κοιμηθεί καλά κι αισθάνομαι 230 - το λιγότερο).

Έτσι λοιπόν όταν το συνειδητοποίησα με χάλασε ρε φιλενάδα, με χάλασε κι ας ξέρω ότι δεν σημαίνει τίποτα, ότι η ζωή είναι όμορφη, γλυκειά και υπέροχη, ότι το παρελθόν ήταν θαυμάσιο και το μέλλον είναι μόνο στο δικό μου χέρι να γίνει έτσι και για να χρησιμοποιήσω και λέξεις από το κείμενο της υπέροχης Theorema εγώ είμαι υπεύθυνος για το αν τα ΔΕΝ μου θα γίνουν ΘΑ και πραγματικότητα... 

Αλλά με πείραξε και το παραδέχομαι, λες να είναι ματαιοδοξία; Μπορεί να είναι, δεν το αποκλείω, ξέρεις εξάλλου το κόλλημα που έχω με την ομορφιά και τη μία την εσωτερικιά που λένε - σαν την υπηρέτρια σε ελληνική ταινία δεκαετίας 60 - αλλά και την άλλη την εξωτερικιά που από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου τη θεωρώ απωλεσθείσα αποσκευή και ψάχνω να την βρω και δεν τη βρίσκω. Όχι σε σένα, εσύ είσαι κούκλα, σε μένα ρε μάτια μου, πόσες φορές θα στο πω;. 

Ναι, ναι, είμαι ρηχός και πεζός για να ασχολούμαι με την εξωτερική (μου) ομορφιά και να μην με ικανοποιεί τίποτα πάνω μου, αλλά έτσι είναι ρε μάτια μου υπέροχα, τι να κάνω; Το παλεύω 40 χρόνια και δεν το χω καταφέρει. Και ούτε θα το καταφέρω, είναι αργά, μου λείπει αυτό το διάολο τι να κάνω; 
Και μη με βρίζεις- ξέρω τι θα μου πεις, το ξέρω αλλά δεν το νιώθω - δεν θα το νιώσω ποτέ... είναι αυτό το κόλλημά μου, θα μπορούσε να είναι το ποδόσφαιρο ή τα γρήγορα αυτοκίνητα, εμένα είναι αυτό το διάολο ρε φιλενάδα, μη με μαλώνεις και μη με κολακεύεις, τίποτα απ τα 2 δε βοηθά. Οπότε, αντιλαμβάνεσαι το ότι μεγαλώνω κι άλλο κι άλλο κι άλλο και συνέχεια μου δίνει να καταλάβω ότι αυτό το στοίχημα (το ανόητο, το πεζό, το τραγελαφικό) το χω χάσει. Δεν θα γίνω ποτές μανεκέν ρε καρδιά μου, ούτε καν για πάνες ακράτειας γιατί κι εκεί τους θέλουν με πυκνό γκρίζο μαλλί και μένα ούτε πυκνό ούτε γκρίζο (αυτό πάλι που να θέλεις να βγάλεις άσπρη τρίχα και να μην εχεις ΚΑΜΙΑ στα 40 σου; Και όλοι σου οι φίλοι που έχουν γκριζάρει τόσο όμορφα να παραπονιούνται; Τελικά βρε κούκλα μου δεν μας πιάνεις πουθενά, απλά θέλουμε αυτό που έχει ο διπλανος, απαπαπαπα)

Βέβαια, αν κάτσω να το καλοσκεφτώ, τι είναι τα 40; Άλλος ένας αριθμός στο κοντέρ της πορείας μας στο μάταιο τούτο κόσμο. Αλλά η διαφορά του με άλλους αριθμούς είναι ότι είναι ακριβώς στο μέσον της ζωής που επιθυμείς να ζήσεις. Και μια κρισούλα θα σε πιάσει, δεν θα σε πιάσει; Που είμαι, που πάω, ποιος είμαι, τι έχω κάνει, τι στόχους έχω, είναι κι αυτή η γαμημένη η κρίση που μας έχει ψαλιδίσει τα θέλω μας και το μέλλον μας και δεν βοηθά ιδιαίτερα. Είναι και ο ανάδρομος κυρία Πατέρα μου, είναι κι αυτός ο άτιμος που κοψα το χέρι με το χαρτόνι της συσκευασίας με τα μακαρόνια που ήθελα να βράσω προχτές και έβραζα και έβριζα. Είναι και η έκλειψη, έιναι και η πανσέληνος...

Οπότε κούκλα, άκου να σου πω, μια χαρα είμαι, μου πέρασε ήδη, τελικά φταίγανε τα φεγγάρια!

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Στο ασανσέρ που συναντιόμαστε

Τι πράγμα κι αυτό σήμερα ρε φιλενάδα, τι κουφό, κουλό και απίστευτο. Για τη διάθεσή μου σου λέω ρε κούκλα μου. Ασανσέρ σωστό, απ τα παλιά, αυτά τα άτσαλα που όταν φτάνανε με το καλό στον όροφο κάνανε μπαμ και τρανταζόσουνα ρε μάτια μου, όχι εκείνα τα μοντέρνα που σταματούν γλυκά και παίζουν Καλομοίρα στο ραδιόφωνο. Από κείνα που όταν έμενες ανάμεσα σε 2 ορόφους περίμενες με τις ώρες την πυροσβεστική που αργούσε γιατί είχε σκαρφαλώσει η γάτα της απέναντι γριάς στη νεραντζιά και δεν μπορούσε να κατέβει κι ανέβαινε ο δύσμοιρος ο πυροσβέστης να την πιάσει κι έβγαζε το γατί τ αλαφιασμένο νύχια, δόντια και χσσσσσσσσ και η γριά έντρομη φώναζε από κάτω «αχ πρόσέχετε τη Φίφι μου, είναι πολύ ευαίσθητη» και κατάφερνε με τα χίλια ζόρια να την πιάσει το όργανο και μετά στις πρώτες βοήθειες να του μαζεύουνε τη μούρη του δημόσιου υπάλληλου... 
Πάλι όμως ρε συ βγήκα εκτός θέματος και ξέρεις πόσο λατρεύω να βγαίνω εκτός θέματος!

Που λες ξυπνάω το πρωί ξεκούραστος και φρέσκος και μεσ στην τρελή χαρά. Ήπια τον καφέ μου, κάπνισα τα τσιγαράκια μου, διάβασα διάφορα και με χαμόγελο ξεκινάω να σουλουπώσω λίγο το σπίτι πριν φύγω. και ανακαλύπτω ότι λείπει μια πιατέλα που μέχρι πρότινος ήταν εκεί. Το σκ όμως που μας πέρασε είχα «δανείσει» το σπίτι σε μια φίλη. Πάει η πιατέλα, την έσπασε η καλή μου φίλη και δεν μου το είπε γιατί στο παρελθόν έχει σπάσει ένα γυάλινο πυρέξ, ποτήρια του κρασιού, και άλλα που δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Βουρλίστικα τελείως. Χέστηκα για την πιατέλα, τη φίλη μου την είδα χτες και δεν μου είπε τίποτα, δεν με νοιάζει η πιατέλα ρε κούκλα μου, καλά να είμαστε να πάρουμε άλλη αλλά δεν πρέπει να μου το πεις; Δεν πρέπει να μου το πεις που όποτε φεύγω σου δίνω το σπίτι να βρεθείς με το γκόμενο που δεν έχετε χώρο για να βρεθείτε σαν ανθρώποι, να μαγειρέψετε, να φάτε, να δείτε τις ταινίες σας, να κάνετε το σεξ σας; Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν θα το πάρω χαμπάρι; Θα το πάρω ο γρουσούζης αργά ή γρήγορα. οπότε πες μου το. 

Βουρλισμένος λοιπόν την παίρνω τηλέφωνο και της λέω «δε μου λες, δεν βρίσκω την πιατέλα τη στρογγυλή, που είναι;» «αχ μωρέ μου έπεσε κι έσπασε... θα σου πάρω άλλη». Αυτό το θα σου πάρω άλλη το χω ακούσει 35.000 φορές κάθε φορά που γίνεται η ζημιά και άλλη δεν έχω δει ακόμα. Την ξέχεσα και της το κλεισα... Πότε θ αλλάξω κλειδαριά και δεν θα της το πω, να πάει αμέριμνη στα ντουζένια της να χτυπιέται απ όξω και να με πάρει να μου πει ότι δεν ανοίγει η πόρτα και να της πω «αχ ναι μωρέ, τελικά πήρα άλλη εγώ. Κλειδαριά.»

Ξεκινάω μετά να ετοιμαστώ, μου περνάνε τα νεύρα - δεν πάει στα κομμάτια θα πάρω άλλη, κι έρχομαι στην υπέροχη δουλειά μου σιγοτραγουδώντας το «είσαι σαν κουνέλι και γλυκειά σα μέλι», και δεν περνάει το μισάωρο και μου κάνουν τα νεύρα κρόσια κάτι η συνάδελφος που τσιρίζει, κάτι ο πελάτης που στραβοκοιμήθηκε και αυτό που ήθελε χτες δεν το θέλει σήμερα κλπ. Παίρνω ανάσες και επιβάλλω ηρεμία στο γέρικο κορμί μου, μιλάω με κάτι φίλους, γελάω λίγο, όλα καλά. Και μετά θυμάμαι ότι πρέπει να βγάλω κάτι εισητήρια απ το νετ. Και βάζω την κάρτα. Και βάζω λάθος κωδικό, όχι μία, όχι δύο αλλά τρεις φορές και τη μπλόκαρα. ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ.

Και μετά μιλάω με τον έρωτά μου τον αγιάτρευτο και πάλι στα ύψη το κέφι και λα λα λα και δούλευα μεσ στην τρελή χαρά και λα λα λα και μετά εκεί που κάτι ψάχνω να βρω και δεν το βρίσκω με πιάνει κατάθλιψη. όχι στενοχώρια και όχι γι αυτό που είχα χάσει και δεν το βρισκα. Κατάθλιψη σου λέω βαρβάτη. Εμένα δεν με πιάνουν εύκολα αυτά. Ήταν απίστευτο. Ένα πλάκωμα στο στήθος, μια μαυρίλα στην ψυχή, λες και είχε σκεπάσει ένα σύννεφο το μυαλό μου, μαύρο κι άραχνο σαν αυτό το χτεσινό ρε φιλενάδα που ρθε ξαφνικά πάνω απ την Ατιική, έριξε τον πωπό του κι έφυγε και είχα και ρολυχα απλωμένα και μου τα κανε μούλια τα δύσμοιρα. Κι έκατσε σε μένα κανα τέταρτο και ήθελα να βάλω τα κλάματα, να ουρλιάξω, να πέσω κάτω χωρίς καν να ξέρω το γιατί. Τάρταρα σου λέω. Τάρταρα.

Και μετά όπως ήρθε έτσι κι έφυγε. Ξαφνικά. τι να πω ρε φιλενάδα, σχιζοφρένεια σου λέω ρε κούκλα μου. 

Τώρα είμαι καλά, κάπου στο μέσο της διαδρομής, ούτε καλά ούτε χάλια, πτώμα είμαι αλλά αυτό είναι λογικό. Άντε ρε συ να δούμε πως θα τελειώσει η μέρα...

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά


Ρε συ φιλενάδα, στο λεγα δεν στο λεγα; Δεν με άκουγες. Δεν το ήθελες. Ήθελες εκείνο το άλλο το πιο προχωρημένο, το πιο μορφωμένο, καλλιεργημένο, σπουδαγμένο βρε αδερφέ, να είναι κι εμφανίσιμο, να είναι και γλυκομίλητο, να έχει και χιούμορ, να έχει και τα τούτα του και τα κείνα του και το καθετί.

Και έλα και το βρήκαμε το τεμάχιο, και έλα και είναι και καλό και χρυσό και τις χάρες τις έχει όλες. Έλα και γέλασες και πέρασες ωραία και συμφώνησες μαζί μου ότι δεν θα ενθουσιαστείς γιατί δεν ξέρεις τι θα βγει (βέβαια επειδή σ αγαπώ τόσο πολύ δεν ήθελα να σου πω ότι θα ενθουσιαστείς έτσι κι αλλιώς, έστω και με μια μικρή κίνηση, έστω και με μια ωραία έξοδο, έστω και με ένα όμορφο φιλί). 

Αλλά ρε φιλενάδα μου γλυκειά, καλή κι αγαπημένη δεν έχεις πρακτικό νου, δεν έχεις, θα μου πεις βέβαια θα μπορούσες να είχες προβλέψει ότι εν έτει 2011 θα μας χτυπήσει η κρίση εκεί που κάναμε Ολυμπιακούς και Γιουροβίζιον και να οι Αττικές οδοί και να οι Εγνατίες και να οι Μαραθώνες και τα αεροδρόμια και να η Funny (πάλι;) Πετραλιά να μην προλαβαίνει να τρέχει από εγκαίνιο σε εγκαίνιο - κάθε κορδέλα και μια τούμπα, κάθε τούμπα και καημός, κάθε καημός και δάκρυ και η φλέβα στη γάμπα να βαράει κόκκινο... που να το περιμένεις κι εσύ δόλια που να το περιμένω κι εγώ που' θελα μεγάλη ζωή, και να τα πάρτι και να οι έξοδοι και να τα κεράσματα και να τα δανεικά κι αγύριστα και να και τα ταξίδια... αυτή η δόλια μάνα μου που με ταϊζει μόνο ξέρει τι περνάει. Αυτή μόνο...

Φευ όμως κούκλα μου, φευ, τι να σου κάνει και το γκομενάκι, τι να πρωτοπρολάβει και δαύτο, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, το κοινόχρηστο που ευτυχώς δεν έχει ακόμα κρύο και με ένα φουτεράκι τη βγάζεις χαλαρά μεσα στο σπίτι, τι να πρωτοσκεφτεί και αυτό, εκείνον, τους λογαριασμούς, το αφεντικό, τη λαϊκή, τη βενζίνη, εσένα; Αχ κι έρχεται και παγώνει το πράγμα, κι επικρατεί μια αμηχανία, δεν έχει τον τρόπο του βλέπεις, μισθωτός είναι και αυτός όπως κι εσύ, όπως κι εγώ και πάλι καλά να λέμε που δεν είμαστε άνεργοι να μη φτάνει το επίδομα ούτε για τα τσιγάρα γιατί μας έβλεπα φιλενάδα εκεί στην ξενιτιά με τα κουτσοαγγλικούλια μας να ψάχνουμε για δουλειά και μετά να σε τραβολογάω στα μετρό να παίζω εγώ ακορντεόν το A Paris κι εσύ με το κασκέτο να χαμογελάς με εκείνο το υπέροχο χαμόγελό σου που κάνει τον ήλιο πιο λαμπρό μπας και μας ρίξει κανα δίλεπτο ο ξένος ο βρωμιάρης που μαύρη ώρα που ξενιτευτήκαμε ρε κούκλα μου, κρίμας στα γαλλικά και στο πιάνο που σε έστελνα και μάθαινες για να κάνεις intro στους επόμενους Ολυμπιακούς... 

Και σε στειλα εκεί στον Ψηλορείτη ρε φιλενάδα να πάρεις τον αέρα σου και σου βρήκα και βοσκό, λεβεντάνθρωπο, 2 μέτρα και 150 κιλά, με τρίχα να πλέκεις ζιπουνάκια για όλα τα ορφανά της επικράτειας, με πρόβατα, με γίδια, (κουράδια θαρρώ τα λένε εκεί), με χωράφια και πέτρινο σπίτι στο χωριό, δεν ήξερε ρε φιλενάδα γράμματα και ήταν και τρομαχτικός και λίγο (λίιιιιιιιγο) αγροίκος, αλλά ήταν καλή ψυχή ρε κούκλα μου άσε που 6 μήνες θα λειπε εκεί στο Psiloritis Mountain με τα ζα και θα' σουνα μόνη σου στο χωριό, κυρά κι αρχόντισσα, τίποτις δεν θα σου λειπε, και να τα γάλατα και να τα τυριά και να τα βούτυρα, θα μου στελνες και μένα μια κρέμα γάλακτος που ακρίβυνε αυτή η ΝΟΥΝΟΥ και δεν με βγάζει ο μισθός ο πετσοκομμένος να πάρω να κάμω μια μους - και δεν την εθέλω τη Γκαρνί την άτιμη μου μυρίζει φαρμακίλα - να μου φύγει η υπογλυκαιμία. Και τα καλοκαίρια θα παιρνα τα μπανιερά και το τσούρμο και θα ρχομασταν να μας φιλοξενήσεις, και να τα σφαχτά, τ' αντικρυστά, τα απάκια, τα κοντοσούβλια. Τώρα βροχή.

Βλαμμένη ήταν ρε φιλενάδα η Άναμπελ που της φώναξε ο βοσκός «στάσου, μύγδαλα» και σταθηκε και από τότε περνάει ζαχαρη; Κι άμα μας πεθυμούσες θα ρχόσουν στην πρωτεύουσα να δεις το χάλι μας. Αχ ρε φιλενάδα... μας φάγανε τα λούσα κι η Dolce Vita αυτό που λεν καλή ζωή... Άκου να σου πω όμως πλάκα πλάκα, άμα δεν μας κάτσει δεν πειράζει, θα πάω εγώ να το σπάσω στο ξύλο και πάμε γι άλλα σύντομα, έχεις εμένα αγάπη μου, μη σε φοβίζει τίποτα, ε;

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Φωνές, ακούω φωνές


Άχ φιλενάδα, αχ

πως θα θελα σήμερα να ήμουν σε ένα βουνό ψηλά εκεί, χωρίς έννοιες, χωρίς δουλειές, χωρίς deadlines, χωρίς την υστερική συνάδελφο που κάθεται λίγο πιο πέρα και μιλάει ΟΛΗ ΜΕΡΑ στο τηλέφωνο ουρλιάζοντας χωρίς κανέναν λόγο. Απλά έχει φωνή καμπάνα. Σαν το σήμα καμπάνα, θυμάσαι; Ε κάπως έτσι... κι εμένα τα νεύρα μου καμπάνα είναι σου λέω κούκλα μου, θα την βρουν σφαγμένη καμιά μέρα με μένα από πάνω της ευτυχισμένο και μεσ στα αίματα να μονολογώ «επιτέλους ησυχία, ησυχία, ησυχία». Εμένα η φωνή μου είναι σε άλλα ντεσιμπέλ, ίσα που ακούγεται, αφού πολλές φορές αναγκάζομαι κι επαναλαμβάνω τα λεγόμενά μου γιατί ο συνομιλητής δεν ακούει τι λέω. Και μια φορά της είχα πει να βγάλει το σκασμό κι εκείνη μου απάντησε ότι όλο γκρινιάζω και φωνάζω (? What the Fuck μωρή???????) και ότι εκείνη είναι ευχάριστος χαρακτήρας κι έξω καρδιά και γι αυτό μιλάει γελαστά (μεσ στη γκρίνια και το κουτσομπολιό είναι εν τω μεταξύ) και άμα δεν μου αρέσει να αλλάξω γραφείο ή να βάλω ωτοασπίδες ή να πάρω ψυχοφάρμακα κι εγώ της απάντησα ότι την επόμενη φορά που θα αρχίσει να τσιρίζει στα τηλέφωνα θα τη βρουν από το λαιμό και κάτω στο γραφείο της και το κεφάλι κάπου αλλού και σταμάτησε να φωνάζει κανα δυο μέρες αλλά μετα αυτή ξανάρχισε κι εγώ σιγοβράζω.

Δεν μπορώ πραγματικά τους ανθρώπους που μιλούν φωναχτά, δεν υπάρχει λόγος, είναι απίστευτα ενοχλητικό και αγενές συνάμα. Εμείς γενικώς σαν οικογένεια (οι άντρες τουλάχιστον) μιλάμε χαμηλόφωνα. Εκτός από τους καυγάδες γιατί να με ακούσεις εμένα σε καυγά φιλενάδα θα μαζεύεις τα τύμπανά σου από το πάτωμα. Μιλάμε για τις φυσιολογικές στιγμές. 

Στο πατρικό μου έχουμε γειτόνους μια οικογένεια με το μπαμπά, τη μαμά και τις 3 κόρες. Οι γονείς ήρθαν σε κάποια ηλικία απ το χωριό (ποιο συγκεκριμένα δεν γνωρίζω και δεν έχω καμία διάθεση να μάθω), όπως σε γενικές γραμμές οι γονείς και οι παππούδες όλων μας, και έχουν διατηρήσει την ντοπιολαλιά τους. Και καλά κάνουν. Όμως η μαμά η οποία είναι μια κυριούλα υστερική με την καθαριότητα, ικανή να τρίβει τα πάντα κάθε μέρα όλη μέρα (αφού κάποια στιγμή που άλλαζαν πλακάκια στο μπαλκόνι αναρωτήθηκα γιατί το κάνουν μιας και το σπίτι δεν είχε κλείσει ούτε πενταετία και ο μπαμπάς απάντησε «ε, τα λιωσε η κυρα Μαρία τρίψε τρίψε κάθε μέρα») και με μια φωνή, αυτής της κατηγορίας που σου τρυπά τα αυτιά, τα τύμπανα και το είναι σου ολάκερο μεχρι να παρακαλέσεις τον καλό θεούλη να δείξει έλεος και να σε πάρει από το μάταιο τούτο κόσμο, εν τόπω χλοερώ, τόπο φωτεινό, τόπο αναψύξεως. Φευ όμως και ο σύζυγος έχει μια αγριοφωνάρα σπέσιαλ, ζητά νερό από την κόρη και τρομάζει όλη η γειτονιά, μη σου πω ότι τρομάζουν και οι γριές στη διπλανή ενορία εκεί που πηγαίνουν με τα σκαμπουδάκια παραμάσχαλα για τον εσπερινό. Οι δε κόρες ίδιες η μαμά εκτός της μικρής που-ευτυχώς έχει μια σχετικά φυσιολογική φωνή.

Οι γείτονές μου δε στο τωρινό διαμέρισμα που κακό χρόνο να χω που βρήκα και το νοίκιασα, αλλά έχει χαμηλό κοινόχρηστο ρε φιλενάδα, στο προηγούμενο πληρώναμε κάθε μήνα την ανακατασκευή της Αττικής και της Ολυμπίας οδού ταυτοχρόνως, συζητούν απλά και είναι σα να τσακώνονται. πέφτω λίγο να χαλαρώσω και ακούω φωνές, εκνευριστικές φωνές να βιάζουν τα αυτάκια μου, να τα βιάζουν χωρίς σάλιο και χωρίς έλεος... τουλάχιστον αυτοί κοιμούνται νωρίς το βράδυ, πριν από μένα.

Πρόσφατα, μια φίλη χώρισε με το γκόμενο, τη φίλη δεν τη λες τσιρίδα, αλλά ήταν σε συναισθηματική φόρτιση και με είχε στο τηλέφωνο να (κλαψομουνιάζει διότι αυτή έφταιγε και προσπαθούσε να με πείσει ότι έχει δίκιο ενώ δεν είχε) μου εξηγεί αρχικά την κατάσταση και σιγά σιγά η φωνή της άλλαζε ημιτόνιο, ανέβαινε σε σταθερούς ρυθμούς μέχρι που έφτασε σε επίπεδα οπερέττας την ώρα που προσπαθουσε να με πείσει οτι ΕΚΕΙΝΟΣ ΦΤΑΙΕΙ ΓΙΑΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΚΟΡΟΪΔΟ ΚΑΙ... και κάπου εκεί την έκοψα παρόλη την κατάστασή της λέγοντάς της να σταματήσει να ωρύεται στο αθώο μου αυτί γιατί θα της το κλέισω στα μούτρα και δεν θα το ξανασηκώσω. Επίσης την ενημέρωσα ότι αν ούρλιαζε έτσι και στο γκόμενο καλά της έκανε και την έστειλε. 

Όχι άλλες φωνές ρε κούκλα μου δεν μπορώ, πρέπει να είμαι ήρεμος ρε μάτια μου, γιατί με τσιτώνεις έτσι; Αχ και δε λέει να την κάνει κοπάνα σήμερα η αγαπημένη συνάδελφος που να κερδίσει το τζόκερ να μην ξαναπατήσει εδώ μέσα να ησυχάσω. Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι... μήπως να το κέρδιζα εγώ;

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Κι αν ξυπόλητη χορεύω


Βρε τι έπαθα πρωί πρωί ρε φιλενάδα, εκεί που πηγαίνω ήρεμος να φτιάξω τον καφέ μου πέφτει το μάτι μου στην αναμμένη τηλεόραση και βλέπω έκπληκτος ο δυστυχής την κα Μάλφα δευτεραγωνίστρια σε σίριαλ με ναυτικούς σε επανάληψη (ένα φρικιαστικό κατασκεύασμα παρελθόντων ετών που άγνωστο γιατί δεν αυτοκαταστράφηκε παρά συνεχίζει να ταλαιπωρεί αυτούς τους αθώους που κάνοντας ζάπινγκ το πρωί για να πιουν μια γουλιά καφέ βλέπουν τον Παρτσαλάκη με μαλλί βαμμένο κατράμι να κάνει τον ανθυποπλοίαρχο ή κατι παρεμφερές και τους κάθεται το βούτημα στο λαρύγγι), να άδει επί σκηνής (έχει και νάιτ κλαμπ στο πλοίο) φορώντας καουμπόικο πουκάμισο, κάτι κοντό και μπότες. Κι εκεί που θέλω να χύσω το βραστό νερό στα μάτια μου να μην ξαναδώ τίποτα για την υποδέλοιπη ζωή μου, πέφτουν διαφημίσεις.

Τηλεμάρκετινγκ

Easy feet

Αυτό που παρακολούθησα με ανοιχτό στόμα μου θύμισε διήγημα του Άρθουρ Μάχεν τύπου ο Τρόμος Ενεδρεύει.... Το Easy feet λοιπόν είναι μια παντόφλα να το πω; Σαγιονάρα να το πω; Δεν ξέρω πως ακριβώς να το πω. Τέλος πάντων είναι ένα πράμα το οποίο είναι σαν σαγιονάρα

αλλά

έχει στο πέλμα κάτι σαν βούρτσα και στο πάνω μέρος τρύπες και στο κάτω βεντούζες και στο πίσω ελαφρόπετρα. Κατάλαβες φιλενάδα τι είναι; Είναι αυτό το πράμα το οποίο το βεντουζάρεις στη μπανιέρα με όποιον τρόπο θες εσύ, χύνεις αφρόλουτρο εκεί που είναι οι τρύπες (όχι το ακριβό, το άλλο απ το Λιντλ) να έρθει να αφρίσει με τα τρεχάμενα νερά, βάζεις το κουλό σου μέσα και τρίβεις, τρίβεις τρίβεις μετά μανίας και σου βγάζει τη μπίχλα από τα δάχτυλα, την πατούσα και η ελαφρόπετρα πίσω βγαζει και τα κάκαδα της φτέρνας. Κυκλοφορεί σε ροζ για τα κοριτσάκια και για τα αγοράκια που τους αρέσει το ροζ, καθώς και σε γαλάζιο για τα αγοράκια αλλά και τα κοριτσάκια που τους αρέσει το γαλάζιο (έτσι για ποικιλία).

Εκτός από το φοβερό της σκέψης για τη δημιουργία πολυπαντόφλας που σου κάνει όλο αυτό την ώρα που εσύ το πλένεις (ξέρεις ποιο μη μου κάνεις την αθώα), είναι και το πως είναι αυτή η πολυπαντόφλα καθαρισμού και ευεξίας (δικό μου είναι αυτό αλλά πολύ ευχαρίστως να τους το δανείσω να το λέει εκείνος ο τυπάκος που ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που υπέγραψε συμβόλαιο εκφώνισης με τη συγκεκριμένη εταιρεία, ήθελα να ξερα δεν πεθαίνει στα γέλια κάθε φορά που εκφωνεί;). 
Μοιάζει λοιπόν με αυτή τη σαγιονάρα του στρατού αλλά όχι με εκείνο το καφέ σκατί χρώμα που όλοι αγαπήσαμε, η οποία έχει αυτά τα εξογκώματα στο πέλμα. 
Εμένα μου έφερε μοιραία στο νου μια εξωγήινη οντότητα που μεταμορφώθηκε σε σαγιονάρα κι έχει αφήσει τα πλοκάμια της εύκαιρα για να αρπάξουν το πόδι του κάθε εύπιστου φουκαριάρη που θα κάνει το λάθος να τη φορέσει και θα απομυζήσει σιγά σιγά και εξαιρετικά βασανιστικά τη ζωή από μέσα του. 
Είναι η σαγιονάρα που θα φορούσε το Alien για να κυνηγήσει τη γλυκειά Σιγκούρνι (τι όνομα κι αυτο Παναγίτσα μου, χαθηκε να τη βγάζαν Κουζινία;) και να τη φάει αργά αργά και με απόλαυση περισσή (είναι κατάλληλη και για πρωτεϊνική δίαιτα, έτσι κοκκάλω που ναι η Κουζινία το Alien θα κάνει μόνο μυς, δράμι λίπους από το γεύμα). 
Είναι η σαγιονάρα με την οποία θα χτυπούσε στα μαλακά ο Αδόλφος την Εύα, ο Ναπολέων την Ιωσηφίνα, ο Δράκος του Σέιχ Σου το θύμα του. 
Είναι η σαγιονάρα φρίκη, η σαγιονάρα έκτρωμα που θα σε κυνηγά στους πιο μύχιους εφιάλτες σου, η σαγιονάρα που φορά ο Κθούλου όταν αναδύεται από την Άβυσσο, η σαγιονάρα που μύριζε ο τρελός Άραβας όταν έγραφε το απόκρυφο Ντε Βέρμιις Μιστερι (ή κάπως έτσι). 
Η σαγιονάρα που θα φόνευε ο Κόναν ο Βάρβαρος, που φορά η Λίλιθ μαζί με το πιο πρόστυχο baby doll για να σαγηνεύσει τον Πρίγκηπα του Σκότους, η σαγιονάρα ΠΟΥ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΦΕΥΡΕΙ.

Εν κατακλείδι φιλενάδα, μετά από αυτό που είδα και με εκατομμύρια εγκεφαλικά κύτταρα νεκρά προχώρησα με βήματα σουρνάμενα προς το μέσα δωμάτιο μονολογώντας "τη Μάλφα γρήγορα, τη Μάλφα γρήγορα..."

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Run Wild

Για να δούμε, θα βγει σήμερα η ανάρτησις, χλωμό το κόβω φιλενάδα, χλωμό.

Καλό μήνα κατ αρχάς σε όσες και όσους με διαβάζουν, ένα μεγάλο φιλί και μια ευχή για τα καλύτερα!
Σήμερα δεν ήμουν και πολύ στα καλά μου, κάτι η δουλειά, κάτι άλλα που έπεσαν βαριά στο στομάχι και στη σκέψη μου, δεν θέλει και πολύ βρε κούκλα μου να γυρνάς ολημερίς με μια μουτσούνα κατεβασμένη... ήταν δύσκολη βδομάδα

αλλά

όλο αυτό με έβαλε σε σκέψεις να δω τι έχω, τι είχα και τι θα έχω, εγώ, σαν άνθρωπος, σαν οντότητα μοναδική στο σύμπαν. Και έχω, είχα και θα έχω το πολυτιμότερο αγαθό όλων μετά την υγεία. Τον έρωτα.

Μπήκα σε μια διαδικασία να αξιολογήσω τα περασμένα (το τωρινό δεν το κρίνω, το ζω με όλο μου το είναι), να γελάσω με χαρά για κάποια, με κάποια θλίψη για κάποια άλλα και να "ξαναφρικάρω" με τόσα πολλά. Πρόσεξε φρικάρω μεν, με την καλή έννοια δε, τα βάζω κάτω και σκέφτομαι πόσο μαλάκας μπορεί να υπήρξα είτε εγώ είτε ο εκάστοτε σύντροφος, πρώτα φρικάρω, μετά χαμογελάω, μετά γελάω και μετά το αναλύω τόσο καλά που πιστεύω - λέμε τώρα - ότι δεν θα το ξανακάνω ή δεν θα αφήσω να μου ξανασυμβεί - λέμε τώρα ε; Παθαίνουμε μεν, δεν μαθαίνουμε πάντα!

Είμαι από αυτούς τους τόσο τυχερούς ανθρώπους που τα έχουν δει όλα όσον αφορά τον τομέα αυτό. Όλους τους συνδυασμούς. Έχω αγαπηθεί και αγαπήσει με πάθος - την ίδια περίοδο αλλά και όχι - έχω ερωτευτεί παράφορα (δεν το χω και δύσκολο) κι έχω βιώσει να βλέπω όμορφα ερωτευμένα με μένα μάτια, γεμάτα ελπίδα, αγάπη, πόθο και πάθος, πάθος άσβεστο, ακαταμάχητο, ατέλειωτο.

Έχω επίσης μετατρέψει κάποιους από αυτούς τους έρωτες σε αγάπη και πολύ αργότερα σε φιλία, πιο ειλικρινή και πολύτιμη απ ότι μπορούσα να φανταστώ. Βέβαια αυτός ο άθλος είναι δύσκολος πολύ, αλλά όταν πετύχει δεν συγκρίνεται με τίποτα.

Έχω πει ψέμματα (όχι πολλά) για να μην πληγώσω κάποιον αν και σύντομα κατάλαβα ότι καλύτερα να πω την αλήθεια, μπορεί να πονάει αλλά όταν φύγει ο πόνος ο άλλος σε εκτιμά περισσότερο για την ειλικρίνειά σου παρά για τα ωραία ψέμματα που κάποια στιγμή αποκαλύπτονται. Εξάλλου επειδή πάντα ήμουν σε θέση να καταλάβω πότε με δουλεύουν πληγωνόμουν περισσότερο οπότε δεν ήθελα να κάνω αυτό που δεν μου άρεσε καθόλου να μου κάνουν.

Μου έχουν πει μυριάδες
-είσαι τόσο καταπληκτικός άνθρωπος, είσαι μοναδικός (το γνωρίζω δεν χρειάζονται διαχύσεις αγάπη μου),
μου έχεις δώσει τα πάντα (όχι, δεν σου έγραψα ακόμα το κτηματάκι στην άνω Μασχαλίτσα που χει θέα το νεκροταφείο αλλά μπορώ να σε στείλω να το δεις μια και καλή),
τόση ομορφιά στη ζωή μου (μόνο και το να με κοιτάς είναι προνόμιο βλήμα),
δεν σου αξίζω (I know είπαμε, τέλειωνε),
αξίζεις κάτι καλύτερο (αχ δεν το ξέρω νομίζεις;)
γιατί εγώ δεν είμαι έτοιμος για μια τέτοια σχέση (εσύ ούτε για να δέσεις τα κορδόνια σου δεν είσαι έτοιμος),
πρέπει να βρω τον εαυτό μου (τη Νικολούλη τη φώναξες;),
αγκάλιασέ με μια τελευταία φορά (βρε αει στα τσακίδια που έχεις βρει άλλον και θες και αγκαλιές), κλπ κλπ.

Αυτό που μένει στο μυαλό είναι οι ωραίες στιγμές με έναν άνθρωπο που αγάπησες, μένουν τόσο έντονα εκείνα τα όμορφα ταξίδια, δεν χρειάζονται φωτογραφίες για να στα υπενθυμίσουν, είναι όλα εντυπωμένα με πύρινες εικόνες στο μυαλό. Μόνο και μόνο γι αυτό αξίζει κάθε πίκρα, πόνος και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο μένει στο τέλος. Όταν ξεφτίσουν αυτά, αυτό που μένει είναι ο αφρός.

Βέβαια δεν μπορεί κάθε ερωτική σχέση να αφήσει ισοδύναμη ομορφιά, κάθε μία είχε τις εντελώς δικές της, και ποσοτικά και ποιοτικά, Ακόμα κι όταν το πράγμα στράβωσε από νωρίς ποτέ δεν μετάνιωσα, κάποια ομορφιά είχε βγει από αυτό, όσο λίγη κι αν ήταν, οπότε άξιζε τον κόπο. Ακόμα και περιπτώσεις που ανακάλυπτες στο τέλος ότι κάποιος άνθρωπος μπήκε στη ζωή σου για να ρουφήξει πράγματα από σένα χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει σχεδόν τίποτα, ακόμα κι αν εκ των υστέρων ανακάλυπτες ότι είχες μπλέξει τον έρωτα με αυτό το πως το λένε βρε κούκλα μου, το mind-blowing sex. Πολύ κοινό λάθος που όταν βγει στην επιφάνεια, το αντικείμενο του πόθου σου δεν το χεις ούτε για φτύσιμο. Δεν πάει στα κομμάτια, τουλάχιστον είχες πολύ και καλό sex!!!

Εν κατακλείδι κουκλίτσα μου επιβεβαίωσα αυτό που είχα αποφασίσει ενδόμυχα χρόνια πριν και θα θελα να το μοιραστώ μαζί σου. Απλά και μόνο επειδή η ζωή είναι μία, ζήστην. Ερωτεύσου χωρίς φόβο, το πολύ πολύ να πληγωθείς, κι αν πληγωθείς κοίτα να σηκωθείς το συντομότερο και να ξαναερωτευτείς. Δεν υπάρχει βρε γλυκό μου πιο όμορφο πράγμα. Ερωτεύσου σου λέω παράφορα, ανυποχώρητα, ρητά και κατηγορηματικά και ξανακάντο αν χρειαστεί όσες φορές χρειαστεί. Ο έρωτας δεν έχει ντροπές και μα και μου, ζήστο βρε ματάκια μου και θα με θυμηθείς!


Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

Να κάνουμε και τέλειο κορμί (Πους απς) Παρτ Ουάν


Μέσα σε όλα που πρέπει να γίνονται καθημερινά, δουλειά, μετακινήσεις, σπίτι, μαγείρεμα, σφουγγάρισμα και πλύσιμο πιάτων, η ζωή μου επεφύλαξε και μια άλλη πινελιά στη ρουτίνα μου, αυτή της σχεδόν καθημερινής επισκέψεως στο γυμναστήριο της γειτονιάς, το οποίον παραδόξως αν και είναι της γειτονιάς και όχι καμια αλυσίδα περιωπής, είναι αρκετά αξιοπρεπές, με γυμναστάς προθύμους να βοηθήσουν και να συμβουλέψουν δείχνοντας το αναγκαίο ενδιαφέρον για τον δύσμοιρο που δεν έχει ιδέα τι είναι το Πεκ Ντεκ και άλλα εξωτικά.

Εκεί λοιπόν μαθαίνω καθημερινά να υποβάλλω το γέρικο κορμί μου σε διάφορους άθλους φέρνοντάς το στα όριά του, μαθαίνω καινούριους όρους, μαθαίνω να αισθάνομαι εξαιρετικά φιτ (μετά που τσακίζω τις τυρόπιττες του παρακείμενου φούρνου μου φεύγει αυτή η εντύπωση) και φυσικά μαθαίνω έναν όμορφο αν και λίγο ιδρωμένο καινούριο κόσμο ο οποίος όπως άλλωστε κάθε κόσμος που σέβεται τον εαυτό του έχει τις φυλές του... Οι φυλές του Ισραήλ λοιπόν μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο έχουν αρκετό ενδιαφέρον από κουτσομπολίστικης και ανθρωπολογικής πλευράς... θεωρώ δε, θα δείξει, ότι αυτό το ποστ θα ολοκληρωθεί σε περισσότερες της μίας αναρτήσεως, πάμε σιγά σιγά γιατί έχω να κάνω πόδια;

Μέσα λοιπόν σε όλους τους δύστυχους που χτυπιούνται 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 (παραπάνω δεν έχει φιλενάδα είναι καθορισμένο με σοφία από τα παλιά χρόνια αυτό) φορές τη βδομάδα είναι και η φυλή η δικιά μου, η φυλή των average πρώην ζουμπουρλούδικων που χτυπιόμαστε με μανία και κάνουμε ότι γουστάρουμε κιόλας και συζητάμε για προγράμματα και διατροφή και βρε Σούζυ μου ένα παστίτσιο το μεσημεράκι το χτυπάμε μετά την πρωινή τυρόπιτα με το Μίλκο (δεν έχω καλύτερο) κι ενώ τα μπράτσα φουσκώνουν και η πλάτη γραμμώνει, η έρμη η κοιλιά δε λέει να πέσει! Που να πέσει η δύστυχη όταν έρχεται η γλυκειά εσπέρα και να το παστίτσιο που μεινε απ το μεσημέρι, μην πάει χαμένο βρε κουκλί μου, να και μια μους σοκολάτα να φύγει η ψαρίλα κι από καύσεις μόνο το τσιγάρο που το τραβάει η ορεξή σου μετά τη μους, δεν το τραβάει το άτιμο; Και η κοιλιά, κοιλιά γαμώ τα γεράματά μου μέσα που όταν ήμουνα παιδί γραμμάριο λίπους δεν είχα πάνω μου (δεν έτρωγα βέβαια τον αγλέουρα κι έτρεχα στους δρόμους όλη μέρα - αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Υποκατηγορία της φυλής της δικιάς μου είναι οι average πρώην τόφαλοι που έραψαν ΚΑΙ το στόμα - εγώ θα φάω για πρωινό ένα γκρεϊπφρούτ (α πα πα πα πα), το μεσημέρι κοτόπουλο ψητό ΧΩΡΙΣ ΛΑΔΙ και ένα φύλλο μαρούλι - όχι 2 γιατί με βαραίνει. Το βράδυ δε μόνο το μαρούλι.... (κι όπως έλεγε όταν ήμουν στο δημοτικό εκείνο το δημώδες στο ανθολόγιο «έφαγες το μαρούλι σου, δίχως λάδι δίχως ξύδι; Και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι;») άλαδο το δόλιο. Η διαφορά της υποκατηγορίας ταύτης είναι ότι πέφτει ΚΑΙ Η ΚΟΙΛΙΑ κι έτσι εμείς οι υποδέλοιποι ζηλεύουμε και φτάνουμε σε σημείο να τρώμε περισσότερο απ τον καημό.

Λίγο πιο πέρα, να να εκεί δίπλα στον καθρέφτη είναι ο ωραιοπαθής τυπάκος, μεσ στη γράμμωση, ένα κορμί αγαλματένιο, το χαμόγελο της Κολγκέιτ, μια φάτσα κουκλίστικη και το υφος 100 καρδιναλίων. Επίσης της δίαιτας του μαρουλιού (ενίοτε και φακές με κάτι ματζούνια και άλλα σιχαμένα) αλλά με μια ωραιοπάθεια που του κυβερνά το είναι του. Σηκώνει βάρη- δεν κλατάρει, αλλά κοιτάζεται στους καθρέφτες από κάθε γωνία και μεριά που μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να ιδρώσει γιατί

α. Θα χαλάσει το μαλλί
β. Θα βραχεί το μπλουζί το σπεσιάλ που το ψαχνε 2 μήνες να ταιριάζει στην κορμοστασιά και την ιδιοσυγκρασία του
γ. Θα μυρίσει τζατζικίλες επίσης το μπλουζί και αυτό πλένεται μόνο στο καθαριστήριο
δ. Θα χαλάσει το μαλλί, τό παμε 2 φορές γιατί είναι σημαντικό.

Απαραίτητο στοιχείο του άουτφιτ του ωραιοπαθούς είναι να τονίζει εκτός της γράμμωσης και τα τατουάζ που είναι διακριτικά σπαρμένα στο κορμί του (σαν τα διαμάντια στο κορμί της; Ε! καπως έτσι!)

Μέσα εκεί που είναι οι μπάρες είναι ο γνωστός σε όλους μας σφίχτης. Καλό παιδί χωρίς όμως πολλά πολλά και χαιρετούρες, γεμίζει τη μπάρα με όσα βάρη δεν θα σηκώσω εγώ και όλο μου το σόι σε ολάκερη τη ζωή μας και σφίγγεται. Σφιγγεται πολύ. Το πρόσωπο κοκκινίζει. Οι φλέβες πετάνε. Εγώ νιώθω την ανάγκη να φέρω το βαλιτσάκι πρώτων βοηθειών καλού κακού. Τα μούσκουλα φουσκώνουν. Οι φλέβες πετάνε ακόμα πιο πολύ και ακούγεται η πολεμική ιαχή «ΙΑΑΑΑΑΑΑΑΡΧΧΧΧΧΧΓΚΧΧΧΧΧΧ» και η μπάρα σηκώνεται. Τα ποδαράκια που συνήθως είναι σαν καλαμάκια τρέμουν. Η μπάρα κατεβαίνει. Ο ιδρώτας κυλά. Μια ανάσα και πάμε πάλι «ΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΧΓΚΧΧΧΧΧΧΧ» και οι κατσαρίδες εξαφανίζονται από το κτίριο.

(Τώρα που το σκέφτομαι δεν τελειώνει έυκολα αυτό το θέμα, μήπως να το συνεχίζαμε αργότερα βρε φιλενάδα γιατί πείνασα ελαφρά;)

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Ποιος είσαι φίλε


Ανέτρεξα πριν λίγες μέρες τη λίστα με τα τηλέφωνα, έτσι βρε φιλενάδα, να δω για γιορτάδες μέρες που είναι και που ρχονται, να προγραμματιστώ. Είδα πολλά ονόματα ανθρώπων πρώην αγαπημένων, φίλων κι εραστών, φίλων χρόνων, φίλων που έπινα νερό στο όνομά τους, κολλητών βρε μάτια μου - πώς το λένε - φίλων που κατέληξαν να είναι ένα αδιάφορο όνομα μέσα στη λίστα μου και που δεν το σβήνω για να βλέπω ποιος είναι να μη σηκώνω το τηλέφωνο.

Εκείνον τον φίλο που μεγαλώσαμε μαζί, που τον αγαπούσα τόσο πολύ, που είχαμε όμως μια σχέση παράξενη. Ποιος είναι ο πιο έξυπνος; Ο πιο όμορφος; Με περισσότερο χιούμορ; Με ωραιότερη φωνή; Με ωραιότερο μυαλό; Με καλύτερες σπουδές; Με καλύτερο σπίτι; Έτσι ήταν αυτός ο φίλος. Μια χαρά παιδί και ζήλευε τους πάντες και τα πάντα αλλά με μένα είχε μια εμμονή. Έπρεπε να αποδεικνύει συνέχεια ότι είναι καλύτερός μου. Δεν με πείραζε, για μένα αλλού ήταν αυτός καλύτερος, αλλού ήμουν εγώ. Αλλά για κείνον όχι. Έπρεπε αποδεδειγμένα να είναι ο καλύτερος. 

Όταν μεγαλώσαμε και γίναμε άντρες μπήκαν στη μέση τα ερωτικά. Μαζί ανακαλύψαμε τους εαυτούς μας, μαζί αρχίσαμε να ψάχνουμε τα τι και τα πως, εκείνος με το φόβο της απόρριψης κι εγώ με την άνεση που έχω πάντα σε κάθε τι καινούριο. 
Σκάσε και κολύμπα είμαι εγώ, κολύμπα και θα δεις τι ωραία είναι. Και ήταν από την πρώτη μέρα. Με έρωτες τρελλούς, με βραδυές αξέχαστες, βραδυές κεφιού ελαφρές αλλά και ακόμα πιο όμορφες, αγκαλιά με έναν άνθρωπο που τη δεδομένη στιγμή είναι τα πάντα για σένα. Ποτέ μόνος παρά μόνο όταν το ήθελα και το χρειαζόμουν. Έτσι είναι για μένα το πράγμα, απλό, συνεχές και υπέροχο, και τότε και τώρα μετά από τόσα χρόνια.

Εκείνος είχε θέμα. Φοβόταν τη χυλόπιττα, κανείς δεν ήταν και καλά άξιος για εκείνον που ήταν τόσο όμορφος, τόσο έξυπνος, τόσο μορφωμένος, ένας ήρωας από άλλο πλανήτη, ένας ημίθεος ανάμεσα σους θνητούς. Και δεν γνώριζε κανέναν για έρωτα, δεν επέτρεπε σε κανένα να τον πλησιάσει, είχε αυτό το ύφος το σνομπ, ενώ από μέσα του βρε κούκλα μου έτρεμε να μην την πατήσει.

Και την πλήρωνα εγώ. Εγώ έφταιγα που δεν έβρισκε εραστή γιατί όποιον ήθελε τον είχα εγώ. Γιατί όλοι προτιμούσαν εμένα γιατί είμαι αλαφρόμυαλος και επειδής είμαι μέτριος είμαι πιο εύκολο θύμα. Και ακόμα χειρότερα. 

Δεν έδινα σημασία γιατί τον αγαπούσα. Μέχρι που ζήλεψε τους νέους φίλους μου και προσπάθησε με ψέμματα να με κάνει να τσακωθώ μαζί τους. Τον ρώτησα γιατί και μου είπε ότι είναι καλύτερα έτσι χωρίς καινούριους ανθρώπους στη ζωή μου, εγώ κι εκείνος, όχι άλλοι. Του κοψα την καλημέρα για χρόνια μέχρι πριν λίγους μήνες που με πήρε να δει τι κάνω και γιατί εξαφανίστηκα. Είμαι συγκινησιάρης και περίεργος και πήγα να τον δω. Με πέθανε στα κοπλιμέντα στην αρχή, ποόσο ομόρφυνα, λάμπω, φταίει ο έρωτας για ότι μου συμβαίνει; (Φταίει και αυτός φυσικά και το ότι έκοψα τις 37 σοκολάτες την ημέρα). Μετά άρχισε το θάψιμο, θάψιμο και ψέμματα για ανθρώπους αγαπημένους. Του το είπα και του έδειξα ότι δεν θα με ξαναδεί, τέτοιο φαρμάκι δεν το θέλω στη ζωή μου.

Κρίμα σκέφτηκα προχτές που είδα το όνομά του στη λίστα και θυμήθηκα εκείνο το ζευγάρι το αγαπημένο μου. Χρόνια φίλοι, τους ήξερα από τότε που τα πρωτοφτιάξανε, τους είδα παντρεμένους μετά από χρόνια και χάρηκα τόσο πολύ γιατί τους αγαπούσα και τους 2 πραγματικά. Σε μια πολύ δύσκολη στιγμή τους μπόρεσα και βοήθησα ουσιαστικά και τότε κλαμμένοι και οι 2 δεν ήξερα πώς να με ευχαριστήσουν, ήμουν αδερφός, όχι μόνο φίλος, αδερφός. Και πήγαμε διακοπές μαζί, και γιορτάσαμε στο σπίτι μου γιορτές και γενέθλια και τραπεζώματα δεκάδες. 

Κι εξαφανίστηκαν. Πήραν το σπίτι το δικό τους και περίμενα πως και πως να το δω αλλά η πρόσκληση δεν ερχόταν ποτέ. Είχαν πολλές δουλειές, τρεχάματα. Και μάθαινα από κοινούς γνωστούς ότι καλούσαν κόσμο. Το γιορτάζανε. Εμένα μια φορά μόνο για ένα ρημαδοκαφέ. Και αραίωσαν τα τηλέφωνα, αραίωσε το ενδιαφέρον. Είχαν άλλους φίλους τώρα, οικογενειάρχες, εγώ δεν χωρούσα στην παρέα. Και όταν πέρασα πριν λίγα χρόνια ένα μανίκι εκείνη μου είπε μη διστάσω να της ζητήσω βοήθεια, για μένα ό,τι θέλω. Και όταν της είπα για βοήθεια μου είπε αχ συγνώμη, ό,τι άλλο θες εκτός από αυτό. Και όταν της θύμισα μετά από καιρό το περιστατικό το αρνήθηκε. 
Κι έτσι σταμάτησα να παίρνω τηλέφωνο, ούτε σε γιορτές ούτε σε λύπες. Με παίρνουν αυτοί 1-2 φορές το χρόνο να δουν που χάθηκα βρε και βαριέμαι να απαντήσω... δεν θέλω, βαριέμαι.

Έτσι κι ένας άλλος φίλος - κολλητός, χρόνια μαζί στα πάντα μέχρι που εξαφανίστηκε και τώρα που επανεμφανίστηκε γιατί χώρισε αναρωτιέται γιατί δεν σηκώνω τα τηλέφωνα, δεν θέλω βρε πουλάκι μου, δεν έχω να μοιραστώ απολύτως τίποτα μαζί σου. Απολύτως τίποτα.

Έχω κι εγώ ευθύνες, το γνωρίζω, με κάποιους άλλους ανθρώπους έκανα λάθη και τους έχασα, με κάποιους άλλαξαν άρδην οι ζωές μας και χαθήκαμε (αν και υπάρχει ακόμα αγάπη) και με κάποιους άλλους απλά δεν ταίριαξαν τα χνώτα μου μετά από κάποιον καιρό. Αλλά άνθρωπο που στάθηκε δίπλα μου όταν τον χρειάστηκα δεν υπάρχει περίπτωση να διαγράψω και να τον βάλω στην κατηγορία γιορτή-γενέθλια ό,τι κι αν συμβεί. Δεν μου πάει ρε φιλενάδα, έτσι είμαι εγώ. 'Αντε και μη χειρότερα!

Μήλο μου κόκκινο


Έχω ένα μήλο στο συρτάρι. Πολύ καιρό. Ένα όμορφο, τεράστιο, κατακόκκινο, μοσχομυριστό μήλο. Έχει και μάρκα. Έχει πανω στο στιλπνό του κορμί ένα αυτοκόλλητο που λέει ότι είναι από τη Ζαγορά. 

Εκεί στο μαγικό Πήλιο μεγάλωσε αυτό το υπέροχο μήλο, το φύσηξε ο μαγεμένος αγέρας του βουνού, το πότισαν τα γάργαρα νερά του, το ανέθρεψε Πηλιορείτης ταλαιπωρημένος από της σοδιάς τις παραξενιές και από του βουνού τα τερτίπια. Το βγαλα από το συρτάρι και το χω δίπλα μου να το βλέπω. Να το μυρίζω. Να του επιτρέψω να με ταξιδέψει στο λατρεμένο τόπο που χω καιρό να πάω. Το βγαλα και το κοιτώ και με κοιτά κι αυτό κι αναρωτιέται, "πότε θα με φας Χριστιανέ μου; Εγώ ήρθα για σένα από κει μακριά, σου φερα του Πηλίου τις κορφές και τις θάλασσες, τα χιόνια και τη δροσιά, τις αναμνήσεις σου όλες, τις χαρές σου - γιατί μόνο χαρές έχεις μέσα σ ένα παραμύθι, κι εσύ απλά με κοιτάς; Φάε με και ταξίδεψε με τη γλύκα μου εκεί που θα θελες να είσαι τώρα, είτε είναι το Πήλιο αυτο, ή το χωριό του Αη Βασίλη-δεν έχει σημασία, ταξίδεψε με τη γλύκα μου εκεί που θέλεις".

Κι έχω ταξιδέψει, έχω ταξιδέψει πολύ στη ζωή μου, στο μαγικό βουνό άπειρες φορές, στην Ελλάδα ολόκληρη, στη Μήλο των πετρωμάτων, στην Πάτρα του καρναβαλιού, στην Ολυμπία για μια συναυλία εκεί δίπλα στ αρχαία, στης Νάξου την Πορτάρα, στης Δήλου τα λιοντάρια, στων Δελφών τους γκρεμούς, στου Μετσόβου τα χιόνια και τη ζεστή φασολάδα, στης Μυκόνου τα σοκάκια, στης Αστυπάλαιας την μπερδεμένη χώρα, στης Ζακύνθου τις σπηλιές τις γαλάζιες, στης Σαλονίκης την παραλία, στα Γιάννενα στη λίμνη, στης Κίμωλου το παστίτσιο, στου Αχέροντα το Μαντείο, που να πρωτοθυμηθώ.

Στου Καίρου τα παζάρια και στης Καζαμπλάνκα τα σοκάκια. Στα πλακόστρωτα της Ρώμης και στης Πόλης τα στενά, στις Φλωρεντίας τις εκκλησιές και στης Βενετίας τα κανάλια, στις αγορές του Μιλάνου και της Φεζ... και αλλού κι έρχονται κι άλλα.

Αχ μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο, ταξίδεψες να ρθεις σε μένα κι εγώ τόσα ταξίδια κι ένα μήλο δεν έχω φάει. Αχ μήλο μου, εσύ που έδιωξες τους Πρωτόπλαστους από τη γη της επαγγελίας. Αχ μήλο μου... μόνο για μένα δεν είσαι πειρασμός. Δεν είμαι εγώ για τέτοιους πειρασμούς, ταξίδια δώσε μου, όχι μήλα... Αλλά τι να σε κάνω, για να διώξω το γιατρό θα κάνω την καρδιά μου πέτρα και θα σε φάω. Θα μείνει το συρτάρι άδειο από σένα αλλά έκανες αυτό που ήθελες, με ταξίδεψες!

Υ.Γ. Ωραίο ήταν το άτιμο κι ας μη μου αρέσουν τα μήλα, είχε βέβαια ζαχαρώσει λίγο αλλά ήταν ωραίο Ζαγορίτικο!

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Με κοιτάς σε κοιτώ, και μετά γκρεμός


Πάντα λοιπόν αναρωτιόμουν ρε συ, τί κάνει τους ανθρώπους να μην ξέρουν τι τους γίνεται. Για μένα τα πράγματα ανέκαθεν ήταν εξαιρετικά απλά, θέλω κάτι, ξέρω πώς το θέλω ή έστω περίπου, αν αυτό το πράγμα θέλει κάποιες προδιαγραφές φροντίζω να τις μαθαίνω πιο πριν και όταν ζητήσω αυτό το κάτι από τον δύσμοιρο επαγγελματία που θα με εξυπηρετήσει θα τον ταλαιπωρήσω πολύ πολύ λίγο σε περίπωση μόνο που έχω μια κάποια απορία. Αυτό ισχύει για τα πάντα. Από ρούχο μέχρι έπιπλο, τηλεόραση, αυτοκίνητο και δεν θυμάμαι τι άλλο. Θυμάμαι ότι όταν πήγα να αγοράσω αυτοκίνητο αποφάσισα μέσα σε 5 λεπτά όλες τις λεπτομέρειες που έπρεπε να δώσω στον καημένο τον πωλητή, μέσα σε 5 λεπτά και όχι παραπάνω. Το ίδιο έχω κάνει στις περισσότερες συναλλαγές μου με ανθρώπους που προσπαθούν να με εξυπηρετήσουν. 

Επίσης πρέπει να καταθέσω ότι εκτός από όλο αυτό που περιέγραψα ένα άλλο στοιχείο που θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό στις συναλλαγές μου με επαγγελματίες είναι η ευγένεια την οποία την θεωρώ απαραίτητο στοιχείο και από τις 2 πλευρές. Όταν πετύχω ευγενή πωλητή - πωλήτρια είμαι ικανός να αδειάσω το μαγαζί, όταν δω ξινίλες, πράγμα που δεν είναι και τόσο σπάνιο, δεν παίρνω καν αυτό που θέλω να πάρω, απλά πηγαίνω κάπου αλλού. Δεν είναι δυνατόν να πηγαίνω σε ένα μαγαζί με ρούχα φερ ειπείν - όποιο κι αν είναι αυτό - και ο πωλητής επειδή έχει να κάνει σεξ από μια πολύ προηγούμενη ζωή να με κοιτάζει σαν ενοχλητική σκόνη πάνω στο παπούτσι του διότι τα δικά μου λεφτα θα δώσω στην επιχείρηση που δουλεύει, δεν θα μου χαρίσει τίποτα  - πάλι βγήκα απ το θέμα βρε κούκλα μου, δεν μου λες κι εσύ τίποτα, με αφήνεις και παραλληρώ χωρίς λόγο πάλι - άστην την ευγένεια για αργότερα, πάμε πάλι.

Επειδή δυστυχώς κάποιος από τους Θεούς ήθελε να με τιμωρήσει για την αψεγάδιαστη ομορφιά μου ενδεχομένως, κάνω ένα επάγγελμα στο οποίο πελάτες καλούνται να πουν τι θέλουν, να το φτιάξω, να το ψιλοαλλάξουμε αν κάτι δεν κάθεται καλά και να πάει στην ευχή του Θεού. Αυτό θα συνέβαινε φυσικά σε έναν ιδανικό κόσμο, σε έναν κόσμο όπου δεν θα υπήρχε πείνα, αρρώστιες, πόλεμος, δυστυχία και πάνω απ όλα ΒΛΑΚΕΙΑ.

Διότι ο οποιοσδήποτε παραγγέλνει κάτι, συνήθως δεν έχει ιδέα για ποιο πράγμα μιλά, δεν ξέρει τι το θέλει, πως το θέλει και ακόμα πιο σημαντικό γιατί το θέλει. Έτσι εγώ - και όχι μόνο εγώ - ακολουθώντας τις οδηγίες που μου δίνονται δημιουργώ κάτι και με κάποιες εναλλακτικές που επειδή είμαι επαγγελματίας και υποτίθεται ότι ξέρω κάτι παραπάνω (όπως η δύσμοιρη πωλήτρια που προσπαθεί να πείσει την υπέρβαρη κυρία ότι ΔΕΝ ΧΩΡΑΕΙ ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΣΤΟ SMALL ΤΟ ΚΟΡΜΑΚΙ ΣΟΥ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΣΚΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥ ΡΑΨΟΥΜΕ ΑΛΛΑ ΤΡΙΑ ΔΙΠΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΧΩΡΕΣΕΙ), το συζητώ με τον πελάτη και υποτίθεται ότι καταλήγουμε κάπου. 

Φευ όμως, ο πελάτης τελικά δεν ήθελε αυτό που μου ζήτησε γιατί δεν το είχε φανταστεί έτσι ή δεν το είχε φανταστεί καθόλου και τι είναι αυτό εδώ, εγώ δεν είχα ζητήσει κάτι τέτοιο - μα τι λέτε καλέ μου κύριε, ορίστε εδώ είναι αυτά που μου γράψατε - ναι αλλά μπορεί να τα έγραψα έτσι αλλά εγώ εννοούσα κάτι άλλο (και που να ξέρω εγώ τι εννοούσες βρε ηλίθιο κατασκεύασμα) - και η θεία μου η Ευμορφία, που έχει κατέβει γουικέντ από τα Άνω Γκράβαρα μου είπε ότι αυτό δεν είναι μοντέρνο ή η φίλη μου η Σούλα που πουλάει σταυρουδάκια στην Ευαγγελίστρια στην Άνω Ζωφριά θεωρεί ότι είναι πασέ, και ναι ξέρω χτες μου άρεσε αλλά σήμερα ξύπνησα στις 4 το πρωί γιατί η από πάνω έβαλε ηλεκτρική και τράβαγε τους καναπέδες ΚΑΙ ΕΧΩ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΝΕΥΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΤΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΦΑΓΗΤΟ, γι αυτό ξανακάντο και κάνε μου 6-7 εναλλακτικές γιατί θα καλέσω όλο μου το σόι να τα δούμε και να τα ξαναλλαξουμε πάλι αύριο.

Αν αυτό κουκλίτσα μου σου ακούγεται υπερβολικό, πίστεψέ με δεν είναι, είναι καθημερινό. Είναι σαν τη γριά που θέλει να πάρει 3 ντομάτες να τρίψει για να κάνει φασολάκια και αφού τις διαλέγει για κανα 3ωρο μία μία από το καφάσι αναγκάζει το μανάβη να φέρει κι άλλο καφάσι γιατί «δεν είναι καλές οι ντομάτες βρε Μήτσο μου σήμερα» και τελικά παίρνει Πουμαρό και τον μανάβη το τρέχουν με 4 εγκεφαλικά νέο άνθρωπο κι έχει και οικογένεια.

Κι έτσι λοιπόν κάθε λογής βλαμμένος - βλαμμένη, μπαίνει στη ζωή σου και βάναυσα την καταστρέφει. Αποδιοργανώνει τη σκέψη σου, αποδομεί το νευρικό σου σύστημα, αλλοιώνει την προσωπικότητά σου γιατί συνήθως δεν ξέρει τι θέλει. Δεν έχει ιδέα. Ή έχει μέσα του μια φυσική κακία και γουστάρει αφάνταστα να ταλαιπωρεί κόσμο - είτε γιατί φταίει το γονίδιο ή γιατί τον έδερναν μικρό οι πάντες και τώρα που είναι ΠΕΛΑΤΗΣ θα πάρει το αίμα του πίσω. Έχει ανασφάλεια και θεωρεί την παραμικρή σκατούλα στόχο ζωής και ύπαρξης, στοιχείο απαραίτητο για τη φυσιολογική τάξη των πραγμάτων και της φύσεως και φυσικά του σύμπαντος απ άκρη σε άκρη.

Άκου να σου πω φιλενάδα. Η μπλούζα είναι μια μπλούζα, το αυτοκίνητο απλώς ένα αυτοκίνητο, η ανθοδέσμη δεν είναι παρά μόνον μια ανθοδέσμη. Δεν θα πεθάνει κανείς επειδή το χρώμα της δεν είναι ακριβώς όπως το φαντάστηκες στις πιο βαθιές σου ονειρώξεις. Άσε με να κάνω τη δουλίτσα μου και τελείωνε επιτέλους με τη βλακεία σου γιατί έχω να κάνω και πατζούρια μετά.